Σάββατο 16 Απριλίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ 
(Μρκ. ι΄ 32-45)
17 Ἀπρι­λί­ου 2016

Τε­λευ­ταῖα Κυ­ρι­α­κὴ τν Νη­στει­ῶν σή­με­ρα, ἀγα­πη­τοί μου ἀδελ­φοί, κα Ἐκ­κλη­σία προ­βάλ­λει τν βο μις με­γά­λης ἁγί­ας, τς ὁσί­ας Μα­ρί­ας τς Αἰ­γυ­πτί­ας, ἐπει­δὴ πλη­σι­ά­ζει τ τέ­λος τς Με­γά­λης Σα­ρα­κο­στῆς κα πρέ­πει ο χρι­στι­α­νοὶ ν κα­θα­ρι­σθοῦ­με π τν ἁμαρ­τία, ἔχον­τας σν πα­ρά­δει­γμα τ πρό­τυ­πό της. Πα­ράλ­λη­λα, μως, προ­ε­τοι­μά­ζει κα τήν εἴ­σο­δο μας στν Με­γά­λη Ἑβδο­μά­δα, μ σκο­πὸ ν ζή­σου­με, σο γί­νε­ται μυ­στη­ρι­α­κά, τς ἅγι­ες ἡμέ­ρες κα ν βι­ώ­σου­με τ σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κὰ γε­γο­νό­τα πο θ ἐξε­λι­χθοῦν.
Σή­με­ρα ἀκού­σα­με ν ἀπο­κα­λύ­πτει ὁ Κύ­ρι­ος στοὺς μα­θη­τές Του «τ μέλ­λον­τα ατ συμ­βαί­νειν». Μ αὐ­τὴν τν προ­α­ναγ­γε­λία το πά­θους Του, ἐξη­γεῖ ὅτι θ πα­ρα­δο­θεῖ στοὺς ἄρ­χον­τες τν Ἰου­δαί­ων, ο ὁποῖ­οι κα θ Τν κα­τα­δι­κά­σουν σ θά­να­το.
Κύ­ρι­ος πο­ρεύ­ε­ται πρς τ ἑκού­σιο πά­θος. Γνω­ρί­ζει τι ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τό πι­κρὸ πο­τή­ριο το σταυ­ρι­κοῦ θα­νά­του κα τ βά­πτι­σμα το φρι­κτοῦ μαρ­τυ­ρί­ου μσα στ Αμα Του. Στ δρό­μο, πο βα­δί­ζουν, προ­σπα­θεῖ ν προ­ε­τοι­μά­σει κα ν ἐμ­ψυ­χώ­σει γι λα ατ τος μα­θη­τές. πο­ρεία δι­αρ­κεῖ, Χρι­στὸς δι­δά­σκει κα ο μα­θη­τές ἀκοῦ­νε, χω­ρὶς μως ν κα­τα­νο­οῦν. Τος προ­λέ­γει τ σταυ­ρι­κό Του θά­να­το, μ ἐκεῖ­νοι χω­ρὶς ν ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται τν ἀπο­κά­λυ­ψη, πο­θοῦν κα ἀνα­μέ­νουν τι­μη­τι­κὲς δι­α­κρί­σεις. ἀπάν­τη­ση το Κυ­ρί­ου ταν πλ κα αὐ­στη­ρή: «οκ οἴ­δα­τε τί αἰ­τεῖ­σθε», δν ξέ­ρε­τε τί ζη­τεῖ­τε, κα δι­ευ­κρί­νι­ση σα­φὴς «ὅστις θέ­λει εἶ­ναι πρῶ­τος, ἔσται πάν­των ἔσχα­τος κα δι­ά­κο­νος», δη­λα­δὴ αὐ­τὸς πο προ­η­γεῖ­ται στν ἄσκη­ση τς ἀγά­πης κα τς θυ­σί­ας, ἐκεῖ­νος θ ἀπο­δει­χθεῖ με­γά­λος ἐνώ­πι­ον το Θεο.
Ἀδελ­φοί μου· μή­πως κι ἐμεῖς κά­ποι­ες στι­γμὲς στ ζωή μας, δν ζοῦ­με τν δια κα­τά­στα­ση κα σύγ­χυ­ση πο εἶ­χαν κα ο μα­θη­τές το Κυ­ρί­ου; Σκε­φθή­κα­με ποτ πσο κα­τα­νο­οῦ­με κα πόσο συμ­με­τέ­χου­με σ σα τε­λε­σι­ουρ­γοῦν­ται κα­θη­με­ρι­νὰ στν Ἐκ­κλη­σία μας; Ποι εἶ­ναι δική μας πο­ρεία θυ­σί­ας κα τα­πεί­νω­σης στ δι­α­κο­νία το ἄλ­λου; Δι­ό­τι θυ­σία γι τν χρι­στι­α­νὸ εἶ­ναι προ­σπά­θεια ν νι­κή­σει τν ἑαυ­τό του κα τν ἁμαρ­τία, γι ν μπο­ρέ­σει ν ἀγα­πή­σει τος ἀδελ­φούς.
Πρν ἔλ­θει ὁ Χρι­στὸς στ γ, τ με­γα­λεῖο με­τρι­ό­ταν μ τ πό­σους κα­νεὶς μπο­ροῦ­σε ν ἐξου­σι­ά­ζει. Κα­τό­πιν μως μ τ πό­σους μπο­ρεῖ ν δι­α­κο­νεῖ. Δη­λα­δὴ, κρι­τή­ριο τς ἀγά­πης πλέ­ον δν εἶ­ναι ἐξω­τε­ρι­κὴ δύ­να­μη πο ἐπι­βάλ­λε­ται, λλ ἐσω­τε­ρι­κὴ δι­ά­θε­ση θυ­σί­ας κα δι­α­κο­νί­ας, τς ὁποί­ας ὁ καρ­πὸς εἶ­ναι πο­λύς.
Χρι­στὸς κα πάλι σή­με­ρα «ἐπεί­γε­ται το πα­θεῖν». Πς εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἐμεῖς ὡς χρι­στι­α­νοὶ ν βα­δί­ζου­με τν δρό­μο το συμ­βι­βα­σμοῦ μ κάθε τι ἀν­τί­θεο κα ἀπάν­θρω­πο; Πο­ρεία μας πρς τ Πά­θος κα συμ­πό­ρευ­ση μ τν Χρι­στό ση­μαί­νει μό­νον προ­σω­πι­κὴ θυ­σία, ἀλ­λι­ῶς δν ὑπάρ­χει χρι­στι­α­νι­κὴ ζω. Κα θυ­σία εἶ­ναι κα­τα­πο­λέ­μη­ση τν ἀδυ­να­μι­ῶν μας. Κα­λού­μα­στε ν νι­κή­σου­με τ πθη μας, ν ἀπο­βάλ­ου­με τν ἐγω­ϊ­σμό μας κα ν ὑπο­τά­ξου­με τ θέ­λη­μά μας στ θέ­λη­μα το Θεο. Μό­νον ττε θ χει ἀν­τί­κρυ­σμα πάνω μας λό­γος το Κύ­ρι­ου: «ς ἐὰν θλ γε­νέ­σθαι μέ­γας ν μν ἔσται ὑμν δι­ά­κο­νος». ς θυ­μη­θοῦ­με τος ἁγί­ους τς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ο ὁποῖ­οι μ ατ τ πνεῦ­μα κα ατ τ βι­ο­τὴ ζω­ο­γό­νη­σαν τς ἀν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες, ὁμο­λο­γῶν­τας ἔμ­πρα­κτα τ ὄνο­μά Του κα τν ταυ­τό­τη­τά τους.
Ἀδελ­φοί, φθά­σα­με στς ἡμέ­ρες το θεί­ου Πά­θους.

«Δεῦ­τε ον κα ὑμεῖς κε­κα­θαρ­μέ­ναις δι­α­νοί­αις συμ­πο­ρευ­θῶ­μεν ατ κα συ­σταυ­ρω­θῶ­μεν κα νε­κρω­θῶ­μεν δι’ αὐ­τὸν τας το βου ἡδο­ναῖς» μ τν συ­νεί­δη­ση τι πο­ρεία πρς τν ἀλη­θι­νὴ δξα κα τν Ἀνά­στα­ση πο πο­θοῦ­με, περ­νᾶ ἀπο­κλει­στι­κὰ μέσα π τ μο­νο­πά­τι το πό­νου το Σταυ­ροῦ.