Σάββατο 7 Μαΐου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (Ιωαν. κ 19-31)
8 Μα­ΐ­ου 2016

Ἡ ση­με­ρι­νὴ Εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅτι ὁ ἀπό­στο­λος Θω­μᾶς, τοῦ ὁποί­ου τὴν σω­τή­ρια ὁμο­λο­γία ἑορ­τά­ζου­με σή­με­ρα, ἀδυ­να­τοῦ­σε νὰ πι­στεύ­σει αὐτὸ ποὺ οἱ ἄλ­λοι μα­θη­τὲς τοῦ ἔλε­γαν ὅτι συ­νέ­βη κατὰ τὴν ἀπου­σία του. Ὅτι δη­λα­δὴ ὁ Κύ­ρι­ος εἶχε ἀνα­στη­θεῖ, ἦταν ζων­τα­νὸς καὶ ἐν ἡμέ­ρᾳ Κυ­ρι­α­κῇ, «τῇ μιᾷ τῶν σαβ­βά­των», εἰ­σῆλ­θε στὸν χῶρο ποὺ βρι­σκόν­του­σαν, «τῶν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων», καὶ τοὺς ἔδει­ξε τὰ ση­μά­δια ἀπὸ τὰ καρ­φιὰ στὰ χέ­ρια καὶ στὰ πό­δια του. Ἀντ’ αὐ­τοῦ ὁ Θω­μᾶς, ζη­τοῦ­σε νὰ δεῖ γιὰ νὰ πι­στεύ­σει. Ἤθε­λε πρῶ­τα νὰ ψη­λα­φή­σει τὰ μέρη τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου ποὺ ἔπα­θαν, τὴν πλευ­ρά Του, τὰ χέ­ρια καὶ τὰ πό­δια, ποὺ τρυ­πή­θη­καν, καὶ ἔπει­τα νὰ ἀπο­δε­χθεῖ ὅτι πρά­γμα­τι αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔλε­γαν ἦταν ἀλη­θι­νά. Ὁ Χρι­στὸς τότε, συγ­κα­τα­βαί­νον­τας στὴν ἀδυ­να­μία τοῦ Θωμᾶ, ἐπα­νέρ­χε­ται μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέ­ρες καὶ μὲ τὸν ἴδιο θαυ­μα­στὸ τρό­πο, πα­ρου­σίᾳ ὅλων τῶν μα­θη­τῶν Του, ἐπι­δει­κνύ­ει τὰ χέ­ρια, τὰ πό­δια καὶ τὴν πλευ­ρά Του. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀπο­τέ­λε­σμα ὁ μὲν Θω­μᾶς νὰ τὸν ὁμο­λο­γή­σει ὡς Κύ­ριο καὶ Θεό, ὁ δὲ Ἰη­σοῦς νὰ πεῖ τό «μα­κά­ρι­οι οἱ μὴ ἰδόν­τες καὶ πι­στεύ­σαν­τες».
Ὁ Θω­μᾶς πάν­τως δὲν ἦταν ἄπι­στος. Ἦταν ἁπλῶς δύ­σπι­στος, ἴσως ἐξαι­τί­ας καὶ τῶν ὅσων εἶ­χαν προ­η­γη­θεῖ καὶ ἀφο­ροῦ­σαν τὴν τα­πεί­νω­ση καὶ τὸν ἐξευ­τε­λι­σμὸ τοῦ Κυ­ρί­ου ἀπὸ τοὺς Ρω­μαί­ους καὶ τοὺς Ἰου­δαί­ους. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὅτι τὴν ἴδια δυ­σπι­στία μὲ τὸν Θωμᾶ ἐπέ­δει­ξαν καὶ οἱ ἄλ­λοι δέκα μα­θη­τὲς ἐνώ­πι­ον τῆς ἀναγ­γε­λί­ας τῶν Μυ­ρο­φό­ρων γυ­ναι­κῶν ὅτι εἶ­δαν τὸν Κύ­ριο. Αὐ­τοὶ θε­ώ­ρη­σαν τὰ λό­για τῶν γυ­ναι­κῶν ὡς πα­ρα­λή­ρη­μα καὶ ἀπο­κύ­η­μα τῆς φαν­τα­σί­ας τους. Ἀκό­μα καὶ ὅταν ὁ Κύ­ρι­ος ἐμ­φα­νί­στη­κε «ἐν μέσῳ αὐ­τῶν» καὶ τοὺς ἔδει­ξε τὰ ση­μά­δια τοῦ Πά­θους Του, αὐ­τοὶ πάλι δὲν πί­στευ­αν. Μόνο ὅταν ὁ Χρι­στὸς ἔφα­γε ἐνώ­πι­όν τους, πί­στε­ψαν στὴν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα τῆς Ἀνά­στα­σης. Βέ­βαια οἱ μα­θη­τὲς δὲν ἦταν κα­κο­προ­αί­ρε­τοι ἄν­θρω­ποι. Ἤθε­λαν μὲν νὰ πι­στεύ­σουν, ἀλλὰ πρῶ­τα ἐπι­θυ­μοῦ­σαν νὰ βε­βαι­ω­θοῦν γιὰ τὸ ὑπερ­φυ­ὲς μυ­στή­ριο ποὺ εἶ­χαν μπρο­στά τους.
Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, καὶ δὴ μετὰ τὴν Πεν­τη­κο­στή, ὅταν ἔλα­βαν τὴ Χάρη τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ κατ’ ἐπέ­κτα­ση τὴν πι­στο­ποί­η­ση ποὺ ζη­τοῦ­σαν σὲ σχέ­ση μὲ τὸν Χρι­στό, οἱ μα­θη­τὲς καὶ Ἀπό­στο­λοι μὲ εἰ­λι­κρί­νεια, μὲ ζῆλο καὶ ἀξι­ο­πι­στία, κή­ρυ­ξαν τὴν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα τῆς Ἀνά­στα­σης καὶ τῆς και­νῆς βι­ω­τῆς. Μὲ θάρ­ρος καὶ παρ­ρη­σία πλέ­ον ἀν­τι­με­τώ­πι­ζαν τὴν ἄρ­νη­ση τῶν Ἑβραί­ων καὶ τῶν Ἐθνι­κῶν καὶ δι­α­κή­ρυσ­σαν τὸ «οὐ δυ­νά­με­θα ἡμεῖς ἃ εἴ­δο­μεν καὶ ἠκού­σα­μεν μὴ λα­λεῖν».
Ἀπὸ τότε καὶ μέ­χρι σή­με­ρα, ἡ δική τους μαρ­τυ­ρία προ­σφέ­ρε­ται σὲ ἐμᾶς, μέσα ἀπὸ τὴν πα­ρα­κα­τα­θή­κη τους, τὰ γρα­πτὰ τῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων καὶ τὴν πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὥστε καὶ ἐμεῖς νὰ πι­στεύ­σου­με στὸν Κύ­ριο καὶ νὰ κα­τα­ξι­ω­θοῦ­με τοῦ μα­κα­ρι­σμοῦ του: «Μα­κά­ρι­οι οἱ μὴ ἰδόν­τες καὶ πι­στεύ­σαν­τες». Αὐ­τὸς ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς ἀφο­ρᾶ σὲ ὅλους, οἱ ὁποῖ­οι χω­ρὶς νὰ δοῦν τὸν Κύ­ριο, νὰ ἀκού­σουν τὴ δι­δα­σκα­λία Του, νὰ δοῦν τὰ θαύ­μα­τά Του, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ψη­λα­φή­σουν, πι­στεύ­ουν εἰς Αὐ­τόν. Αὐτὴ εἶ­ναι ἡ πί­στη, τὴν ὁποία ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος ἑρ­μη­νεύ­ει ὡς «ἐλ­πι­ζο­μέ­νων ὑπό­στα­σις, πρα­γμά­των ἔλεγ­χος οὐ βλε­πο­μέ­νων».
Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἡ δική μας πί­στη σή­με­ρα δὲν πρέ­πει νὰ ἐξαρ­τᾶ­ται ἀπὸ τὸ ἐὰν θὰ δοῦ­με τὸν ἴδιο τὸν Κύ­ριο ἢ θὰ πα­ρα­στοῦ­με μάρ­τυ­ρες κά­ποι­ου θαύ­μα­τος. Τὸ πρώ­τι­στο πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἡ φι­λο­τι­μία τοῦ κα­θε­νός μας, ἡ ἀγα­θή του δι­ά­θε­ση, ἡ φύ­λα­ξη τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θεοῦ, ὁ πό­θος τῆς οὐ­ρα­νί­ας βα­σι­λεί­ας καὶ ἡ ἁπλό­τη­τα. Οἱ Γραμ­μα­τεῖς καὶ οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι ἦταν μάρ­τυ­ρες θαυ­μά­των, ἀκρο­α­τὲς τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀλλὰ καὶ συν­δαι­τή­μο­νές Του σὲ τρά­πε­ζες. Ἐπει­δή, ὅμως, τοὺς ἔλει­πε ἡ ἁπλό­τη­τα καὶ ἡ ἀγα­θό­τη­τα δὲν πί­στευ­σαν στὸν Κύ­ριο καὶ συ­νε­πῶς δὲν τὸν ἀκο­λού­θη­σαν, μέ­νον­τας ἔτσι ἐκτὸς τῆς βα­σι­λεί­ας Του. Ἐμεῖς, ὅμως, ἂς προ­σέ­ξου­με μὲ ἀγα­θὴ δι­ά­θε­ση στὸ κή­ρυ­γμα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καὶ ἂς ἀγω­νι­στοῦ­με νὰ τὸ ἐφαρ­μό­σου­με μὲ προ­θυ­μία. Ἔτσι θὰ ἐπι­δει­κνύ­ου­με ἔμ­πρα­κτα τὴν πί­στη μας καὶ δί­χως ἄλλο θὰ λά­βου­με ὡς καρ­πό της τὴ σω­τη­ρία μας. Δι­ό­τι δὲν ψεύ­δε­ται ὁ Θεός, ὁ ὁποῖ­ος ὑπο­σχέ­θη­κε νὰ σώ­ζει τοὺς ἀν­θρώ­πους μὲ μόνη προ­ϋ­πό­θε­ση τὴν πί­στη πρὸς Αὐ­τόν. (Ἰωάν. 3, 15)