Κηρύγματα Κυριακών & Μεγάλων Εορτών



ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ
Γιατί ονομάστηκε “Ακάθιστος” και γιατί ψάλλεται κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής;

Ο Ακάθιστος Ύμνος εψάλη το καλοκαίρι του 626 μετά από την σωτηρία της Πόλης (8 Αυγούστου).

Σύμφωνα με θεολόγους ο Ακάθιστος Ύμνος ψάλλεται παρ΄όλα αυτά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή (και όχι τον 15Άυγουστο) για να συνοδεύσει την γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού, επειδή βρίσκεται ημερολογιακά μέσα σε περίοδο Νηστείας, στερείται προεόρτιων και μεθεόρτιων. Ο Ακάθιστος Ύμνος, λοιπόν, έρχεται να συνοδέψει την γιορτή του Ευαγγελισμού και να καλύψει το κενό που δημιουργείται λόγω της περιόδου της Νηστείας, όσον αφορά τα προεόρτια και μεθεόρτια.

Και επειδή ο εορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, κατά την περίοδο Νηστείας, επιτρέπεται μόνο το Σάββατο και την Κυριακή, η ψαλμωδία του Ακάθιστου ψάλλεται κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών τα οποία λειτουργικά ανήκουν στην ημέρα του Σαββάτου.
Γιατί ονομάζεται Ακάθιστος Ύμνος;
Για να βρούμε την απάντηση στην ερώτηση αυτή θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ιστορία και να δούμε τα ιστορικά στοιχεία του Ακάθιστου Ύμνου. Σύμφωνα με το Συναξαριστή ή Συναξάρι ο Ακάθιστος Ύμνος ψάλει το καλοκαίρι του 626. Την εποχή εκείνη ο αυτοκράτορας Ηράκλειος βρισκόταν σε εκστρατεία στο εσωτερικό της Ασίας. Την απουσία του αυτοκράτορα εκμεταλλεύτηκαν οι Πέρσες και οι Άβαροι οι οποίοι πολιόρκησαν το Βυζάντιο. Ο φρούραρχος Βώνος και ο Πατριάρχης Σέργιος εμψύχωναν το λαό που ετοιμαζόταν να πολεμήσει τις πολεμικές μηχανές των Περσών και των Αβαρών, χωρίς να έχει πολλές ελπίδες για νίκη. Ο Πατριάρχης Σέργιος κρατώντας την εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών, περιδιάβαινε τα τείχη από άκρη σε άκρη για να δώσει θάρρος και ελπίδα. Την ημέρα που οι εχθροί της Πόλης ετοίμαζαν τη μεγάλη τους επίθεση και καθώς ο Πατριάρχης Σέργιος, κρατώντας την εικόνα της Παναγίας προσπαθούσε να εμψυχώσει το λαό, ένας μεγάλος ανεμοστρόβιλος προξένησε ανεπανόρθωτες ζημίες σε μεγάλο μέρος της ναυτικής δύναμης των εχθρών αναγκάζοντάς τους να αλλάξουν σχέδια και να λύσουν την πολιορκία.
Βλέποντας ο λαός το θαύμα αυτό και θέλοντας να ευχαριστήσει την Παναγία συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών όπου όλοι οι πιστοί, όρθιοι, έψαλλαν, ως δοξολογία και ευχαριστία για την σωτηρία της Πόλης, τον Ύμνο προς την Παναγία, ο οποίος αργότερα θα ονομαστεί Ακάθιστος διότι «ορθοστάδην τότε πας ο λαός κατά την νύκτα εκείνην τον ύμνον τη του Λόγου Μητρί έμελψαν και ότι πάσι τοις άλλοις οίκοις καθήσθαι εξ έθους έχοντες, εν τοις παρούσι της θεομήτορος όρθοὶ πάντες ακροώμεθα».









ΚΥΡΙΑΚΗ Η´ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ι΄ 25-37)
(10 Νοεμβρίου 2013)

Ἡ Παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου

1. Ποιὸς θεωρεται «πλησίον» μου; 
–Ποιὸν πρέπει νὰ θεωρῶ «πλησίον» μου, γιὰ νὰ τὸν ἀγαπῶ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ;... ρώτησε ἕνας νομοδιδάσκαλος τὸν Κύριο· κι ὁ θεῖος Διδάσκαλος βρῆκε ἀφορμὴ νὰ μιλήσει γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ὅλους χωρὶς ὅρους καὶ ὅρια μὲ τὴ θαυμάσια Παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ Ἰουδαῖοι ραββῖνοι ὑποστήριζαν ὅτι ἡ ἐντολὴ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτὸν» δὲν ἀναφέρεται στοὺς ξένους ἀλλὰ μόνο στοὺς ὁμοεθνεῖς καὶ ὁμοθρήσκους. Αὐτὴ τὴ στενὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο ἀνέτρεψε ὁ Κύριος ἀναφέροντας τὸ ἀξιομίμητο παράδειγμα ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἐχθρικὸ πρὸς τοὺς Ἑβραίους λαὸ τῶν Σαμαρειτῶν, ὁ ὁποῖος μὲ πολλὴ στοργὴ καὶ ἀγάπη φρόντισε ἕναν Ἰουδαῖο ἄγνωστο σ’ αὐτόν, ποὺ εἶχε δεχθεῖ ἐπίθεση ληστῶν καὶ ἦταν μισοπεθαμένος στὸν δρόμο. Τὸν ἴδιο ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο τὸν εἶχαν δεῖ νωρίτερα ἕνας ἱερέας τῶν Ἰουδαίων κι ἕνας λευίτης, ἀλλὰ τὸν ἐγκατέλειψαν ἀβοήθητο. Λοιπόν, ρώτησε συμπερασματικὰ ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς ἔκανε τὸ καθῆκον του πρὸς τὸν συνάνθρωπο καὶ ἀποδείχθηκε στὴν πράξη «πλησίον» ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν; Κι ὁ νομικὸς εἶπε: «Πλησίον» του ἀποδείχθηκε αὐτὸς ποὺ τὸν σπλαγχνίστηκε καὶ τὸν βοήθησε.
Πράγματι, ὁ πλησίον δὲν καθορίζεται ἀπὸ τὴ φυλετική, ἐθνικὴ ἢ θρησκευτική του ταυτότητα. Κάθε ἄνθρωπος, εἴτε εἶναι συμπατριώτης μας εἴτε ξένος, φίλος ἢ ἐχθρός, γνωστὸς ἢ ἄγνωστος, εἶναι ἄνθρωπος καὶ γι’ αὐτὸ τοῦ ὀφείλουμε ἀγάπη καὶ σεβασμό. Ἡ ἀγάπη εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναδεικνύει ὡς πλησίον μας τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται σὲ κάποια ἀνάγκη. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη πρὸς ὅλους ἀνεξαιρέτως μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.
2. Ἡ ἀγάπη θέλει κόπο καὶ θυσία
Χαρακτηριστικὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου εἶναι καὶ ἡ αὐταπάρνηση. Ὁ Σαμαρείτης δὲν φοβήθηκε νὰ πλησιάσει τὸ θῦμα τῶν ληστῶν, οὔτε σκέφθηκε τὸν χρόνο ποὺ θὰ ἔχανε διακόπτοντας τὸ ταξίδι του. Μὲ προσοχὴ καὶ ἐπιμέλεια περιποιήθηκε τὶς πληγὲς τοῦ τραυματισμένου κι ἔπειτα τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του, συνεχίζοντας ὁ ἴδιος πεζὸς τὸ ταξίδι του. Κι ὅταν ἔφτασαν στὸ πανδοχεῖο, ἀνέλαβε ἐκεῖνος νὰ πληρώσει, προκειμένου ὁ προστατευόμενός του νὰ τύχει ἰδιαιτέρας περιποιήσεως.
Αὐτὸ σημαίνει ἀληθινὴ ἀγάπη. Ἀγάπη ποὺ δὲν ὑπολογίζει κόπους, ἔξοδα, προσωπικὸ χρόνο ἢ ἄλλα συμφέροντα. Ἀγάπη ποὺ φτάνει μέχρι τὴ θυσία! Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του, καθὼς πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς μεγάλης Θυσίας: «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ»· ποὺ σημαίνει ὅτι μεγαλύτερη ἀγάπη πρὸς τοὺς φίλους του κανεὶς δὲν ἔχει ἀπ’ αὐτήν, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ νὰ προσφέρει καὶ νὰ θυσιάσει τὴ ζωή του γιὰ χάρη τῶν φίλων του (Ἰω. ιε΄ 13). Καὶ φυσικὰ αὐτὸ ποὺ ὁ Κύριος δίδαξε, πρῶτος ὁ Ἴδιος τὸ ἔκανε πράξη, θυσιάζοντας τὸν Ἑαυτό του πάνω στὸ Σταυρὸ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου.
3. Νὰ Τὸν μιμηθοῦμε!
Σύμφωνα μὲ τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τῆς Παραβολῆς, «καλὸς Σαμαρείτης» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τὸν Ὁποῖο μάλιστα οἱ ἐχθροί Του ἔβριζαν ὡς «Σαμαρείτη» (Ἰω. η΄ 48). Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς ἔγινε ὁ Καλὸς Σαμαρείτης γιὰ τὴν καταπληγωμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ἀνθρωπότητα. Καὶ γιὰ νὰ τὴν θεραπεύσει ἀπ’ τὶς πληγές της, ὄχι μόνο ὑπέστη κόπους, ἀλλὰ ὑποβλήθηκε καὶ σὲ θάνατο σταυρικό. 
Πόση εὐγνωμοσύνη Τοῦ ὀφείλουμε! Ἀλλὰ καὶ πόσο μεγάλο εἶναι τὸ χρέος μας νὰ Τὸν μιμηθοῦμε ὅπως ἀκριβῶς Ἐκεῖνος συνέστησε στὸ συνομιλητή Του νομο-διδάσκαλο ἀλλὰ καὶ στὸν καθένα μας: «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως». Πήγαινε καὶ κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο. Δεῖχνε δηλαδὴ συμπάθεια σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ πάσχει, χωρὶς νὰ ἐξετάζεις ἂν αὐτὸς εἶναι συγγενής σου ἢ συμπατριώτης σου, καὶ χωρὶς νὰ λογαριάζεις τὶς θυσίες, τοὺς κόπους καὶ τὶς δαπάνες ποὺ θὰ ὑποστεῖς, γιὰ νὰ βοηθήσεις καὶ νὰ συντρέξεις αὐτὸν ποὺ πάσχει, ἔστω κι ἂν αὐτὸς εἶναι ἐχθρός σου. Ἂν θέλεις νὰ εἶσαι γνήσιος μαθητὴς καὶ μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ, τότε μάθε ν’ ἀγαπᾶς. Ἡ ἀγάπη εἶναι αὐτὴ ποὺ ὀμορφαίνει τὴ ζωή μας. Ἡ ἀγάπη μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ στὸν Θεό!

Ἀρχιμ. Γ. Κ.

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιϚ΄ 19-31)
(3 Νοεμβρίου 2013)

Παραβολή το πλουσίου καί το πτωχο Λαζάρου

1. Πλούσιοι κα φτωχο
Παραβολ πο διαβάζουμε στ σημεριν ερ Εαγγέλιο μς παρουσιάζει τ ζω νς πλουσίου κα νς φτωχο σ τραγικ ντίθεση: πλούσιος, ντυμένος μ πολυτελ βασιλικ νδύματα, κατοικοσε σ πολυτελέστατο οκοδόμημα κα διασκέδαζε κάθε μέρα μ συμπόσια γεμᾶτα χλιδ κα μεγαλοπρέπεια. ντίθετα, φτωχς πο λεγόταν Λάζαρος, ρακένδυτος κα γεμᾶτος πληγές, ζοσε παραπεταμένος στν ξώπορτα τς κατοικίας το πλουσίου. νας πολάμβανε πλούσια γεύματα κάθε μέρα, κι λλος προσπαθοσε ν χορτάσει π τ ψίχουλα πο πεφταν π τ τραπέζια τν συμποσίων. πλούσιος περιστοιχιζόταν π πολλος συνδαιτυμόνες πο τν κολάκευαν, ν Λάζαρος εχε ς μόνη συντροφι σκύλους πο γλειφαν τς πληγές του.
Δυστυχς ατ θλιβερ εκόνα τν ντιθέσεων πο περιγράφει Κύριος στν Παραβολή, παρατηρεται κα σήμερα: λλοι στερονται τ ναγκαα, πεινον κα πο­φέρουν, κι λλοι ξοδεύουν χρήματα σ νέσεις κα διασκεδάσεις κα ταξίδια. λλες χρες πετον στ σκουπίδια καθημεριν τόνους π τρόφιμα κα εδη πρώτης νάγκης, κι λλες χρες ποφέρουν π τν πεῖνα κα τς ρρώστιες.
πέναντι σ’ ατς τς ντιθέσεις καλούμαστε κι μες ν τοποθετηθομε. Κι ν μν νήκουμε σ’ ατος πο χουν οκονομικ νεση, ς μάθουμε ν χρησιμοποιομε τ γαθά, γι ν νακουφίζουμε τος πτωχος δελφούς μας. ν π τν λλη μερι ζομε φτωχ κα μ στερήσεις, ς μιμηθομε τν Λάζαρο πο πέμεινε γόγγυστα τ δοκιμασία τς φτώχειας κα τελικ δικαιώθηκε. 
2. λλη ζω
Κάποτε φθασε ρα το θανάτου κα γι τν πλούσιο κα γι τν πτωχό. Σν καπνς ξαφανίστηκαν τ πλούσια γαθ κα ο φιλίες το πλουσίου. Τελείωσε σύντομα κι μεγάλη δυστυχία το πτωχο Λαζάρου. Κα τότε λα λλαξαν! Ο ροι ντιστράφηκαν. πλούσιος βρέθηκε στν δη ν ποφέρει κα ν βασανίζεται π τς φλόγες τς κολάσεως, ν Λάζαρος μεταφέρθηκε π τος γγέλους στν γκαλι το βραάμ. κε πελάμβανε τν αώνια χαρ κα ετυχία.
Μέσα στ δίνη τν βιοτικν ποθέσεων κα τν πιγείων πολαύσεων, σως παρασυρόμαστε κα λησμονομε τι μετ τν θάνατο μς περιμένει νας λλος κόσμος, αώνιος, ληθινός, πολ περισσότερο πραγματικς π τν παρόντα. νας κόσμος που βασιλεύει γάπη λλ κα δικαιοσύνη το Θεο. ς μν πογοητευόμαστε λοιπόν, ν διαπιστώνουμε τι γύρω μας κυριαρχε θλίψη κα πόνος, κμετάλλευση κα δικία. Γι λλον κόσμο εμαστε πλασμένοι. Γι τν αωνιότητα! Τ θέμα εναι τι ετυχία δυστυχία μας κε, καθορίζεται π τ διαγωγή μας δ, στν πίγεια ζωή. 
3. Πρν ν εναι ργά...
σο καιρ ζοσε πλούσιος στ γ ποτ δν σκέφθηκε ν νακουφίσει στω κα λίγο τν πτωχ Λάζαρο, πο τν βλεπε δίπλα του ν ποφέρει. Τώρα πο ασθάνεται τος φρικτος πόνους κα τν φόρητη δύνη τς κολάσεως, σπεύδει ν ζητήσει π τν βραμ ν στείλει τν Λάζαρο, γι ν βρέξει μ νερ τν κρη το δακτύλου του κα ν δροσίσει στω κα λίγο τ γλῶσσα του.
βραμ μως το πάντησε τι ατ δν γίνεται. Κα το ξήγησε: «μεταξ μν κα μν χάσμα μέγα στήρικται»· πάρχει νάμεσά μας μεγάλο χάσμα, στε ατο πο θέλουν ν διαβον π δ σ σς ν μν μπορον, λλ οτε κι σοι εναι π κε ν μπορον ν περάσουν σ μς. Εναι σημαντικ ν συνειδητοποιήσουμε τι στν λλη ζω δν θ χουμε εκαιρία ν μετανοήσουμε. Γι’ ατό, σοι παραμένουν στ ζω ατ πεισματικ μετανόητοι, στν οσία καταδικάζουν τν αυτό τους αωνίως. Διότι στν λλη ζω δν θ χουν τ δυνατότητα ν διορθώσουν τς τραγικ λανθασμένες πιλογές τους.
Λοιπόν, «δο νν καιρς επρόσδεκτος, δο νν μέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορ. ς΄ 2). Τώρα εναι καιρς κατάλληλος, τώρα εναι μέρα σωτηρίας! Σ ποια κατάσταση κι ν μς χει δηγήσει μαρτία, σο κι ν χουμε πομακρυνθε π τν Θεό, τ χάσμα δν εναι δύσκολο ν γεφυρωθε στν παροσα ζωή. ρκε ν πιστρέψουμε στν κκλησία, ν ξομολογηθομε μ ελικρίνεια κα ν γωνιστομε στ ξς, μ τ χάρη το Θεο, ν ζομε σύμφωνα μ τ θέλημά Του. ,τι γίνει μως, ν γίνει τώρα, διότι, ταν περάσουμε τ σύνορα το κόσμου ατο, λα θ χουν τελειώσει!
ρχιμ. Γ. Κ.




27  Ὀκτωβρίου 2013
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ´ ΛΟΥΚΑ  (Εὐαγγέλιο: Λουκ. η΄ 41 -56)
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
 «Ἔκλαιον δέ πάντες καί ἐκόπτοντο αὐτήν»
Τό συγκλονιστικό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τῆς θυγατρός τοῦ Ἰαείρου φωτίζει καί ἐρμηνεύει ἕνα ἀπό τά πιό πολύπλοκα προβλήματα πού ἀπασχόλησαν καί ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο.
Τό μυστήριο τοῦ θανάτου ἀνέκαθεν βασάνισε τόν ἄνθρωπο. Τί εἶναι ὁ θάνατος; Ποῦ πηγαίνουν οἱ ψυχές; Πῶς χωρίζεται τό πνεῦμα ἀπό τό σῶμα; Αὐτά καί ἄλλα ἐρωτήματα ἀπασχολοῦν καί τούς σημερινούς ἀνθρώπους, πού μπροστά στόν θάνατο αἰσθάνονται φόβο καί ἄγχος. Οἱ ὑλιστές διακηρύττουν, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἐκμηδένιση, καί ὅτι μετά ἀπό αὐτόν ὅλα τελειώνουν. Ὅσοι ὅμως πιστεύουν στό Θεό γνωρίζουν, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τό τέλος τοῦ βίου καί ἡ ἀρχή τῆς ζωῆς.
Οἱ κλαίοντες καί ὁ ζωοδότης
          Πρόωρος καί αἰφνίδιος ἦταν ὁ θάνατος τῆς κόρης τοῦ ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου. Γι’ αὐτό καί ἐβύθισε σέ βαρύ πένθος ὄχι μόνο τήν οἰκο­γένειά του, ἀλλά ὁλόκληρη τήν Καπερναούμ. Γύρω ἀπό τό φέρετρο τῆς κόρης ἡ Μητέρα της καί οἱ συγγενεῖς της μοιρολογοῦσαν τήν ἄτυχη κο­πέλ­λα πού στό ἄνθος τῆς ἡλικίας της βίαια κόπηκε ἀπό τό δρεπάνι τοῦ θανά­του. Ἀντιμέτωποι ὅλοι μέ τόν θάνατο, σκεπασμένοι μέ τά βαριά σύννεφα τῆς ἀπογνώσεως δἐν εἶχαν νά ἀντιτάξουν καμμιά ἐλπίδα. «Ἔκλαιον δέ πάντες καί ἐκόπτοντο αὐτήν». Μόνο ὁ πατέρας ἀναζητοῦσε τόν νικητή τοῦ θανάτου, καί ὅταν τόν ἀνεκάλυψε «πεσών παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτόν εἰσελθεῖν εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ». Καί ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ τόν ἐνεθάρρυνε ὕστερα ἦλθε στό σπίτι καί μέ ἕνα του λόγο ξανάδωσε ζωή στό νεκρό σῶμα τῆς κόρης καί ὑγιᾶ πλέον τήν παρέδωσε στούς γονεῖς της.
Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἐνίκησε τόν θάνατο
          Ὅταν μιλᾶμε γιά τόν θάνατο λέμε συνήθως, ὅτι εἶναι πρᾶγμα φυσικό. Ὅμως ὁ θάνατος δέν ἀπορρέει ἀπό τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τόν ἔπλασε ὁ Θεός. «Ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ τέρπεται ἐπ’ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ. Σολ. α΄ 13). Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο γιά νά παραμείνει ἄφθαρτος καί ἀθάνατος. Ὁ θάνατος εἰσῆλθε στόν κόσμο ἀπό τόν φθόνο τοῦ διαβόλου μετά τήν πτώση τῶν πρωτο­πλά­στων. Ἔτσι ἔγινε ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου ὁ θάνατος (Α΄ Κορινθ. ιε΄ 26). Νικητής τοῦ θανάτου ἀναδείχθηκε ὁ Χριστός μέ τόν δικό του θάνατο. Ντύθηκε τήν φθαρτή ἀνθρώπινη σάρκα καί ξεγέλασε τόν Ἄδη, γιατί καταβροχθίζοντας τό σῶμα Του κατα­κά­ηκε ἀπό τή θεότητά Του καί ἡττήθηκε μιά γιά πάντα. Τό παντοδύναμο Βασίλειο τοῦ Ἄδου καταλύθηκε μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ὁ ἐχθρός θάνατος καταπατήθηκε ἀπό τόν θεάνθρωπο.
          Αὐτό τό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ φορεῖ κάθε βαπτισμένος χριστιανός. «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. γ΄ 27) θριαμβευτικά ψάλλει ἡ Ἐκκλησία κατά τήν ὥρα τῆς Βαπτίσεως. Ἑπομένως κάθε χριστιανός πού εἶναι ἐνσωματωμένος συνειδητά στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δέν πρέπει νά φοβᾶται τόν θάνατο, γιατί εἶναι ντυμένος μέ τό ἀθάνατο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ θάνατος γι’αὐτόν εἶναι ὕπνος καί μετάβαση ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο στήν πραγματική ζωή. Μέσα στήν Ἐκκλησία «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον...» (Τροπάριον Κανόνος Ἀναστάσεως).
Τό σῶμα στή γῆ, ἡ ψυχή στόν οὐρανό
          Ἡ θλίψη καί ὁ πόνος τοῦ θανάτου μᾶς κάνει πολλές φορές νά μή σκεπτόμαστε, ὅπως πιστεύει ἡ ἐκκλησία. Μπροστά στό νεκρό σῶμα τοῦ συγγενοῦς μας δέν ἔχουμε τή δύναμη νά θεολογήσουμε. Ἐκείνη τή στιγμή ζοῦμε τόν χωρισμό. Ἐλάχιστοι, οἱ πιό πνευματικοί καί πιστοί, μποροῦν νά ὑπομείνουν τόν πόνο καί νά ἀντιμετωπίσουν καρτερικά τό ἀβάστακτο γεγονός. Καί ὅμως πρέπει ἐκεῖνες τίς δύσκολες ὧρες νά ἐπιστρα­τεύσουμε ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς μας γιά νά κρατηθοῦμε καί νά μή παρασυρθοῦμε στήν ἄβυσσο τῆς ἀπογνώσεως καί τοῦ γογγυσμοῦ. Διότι δυστυχῶς συμβαίνει σέ πολλούς νά χάνουν τήν πίστη τους καί νά βλαστημοῦν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀντί νά προσεύχονται γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου.
     Χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα εἶναι ὁ θάνατος. Τό σῶμα κατατίθεται στόν τάφο καί ἡ ψυχή ἀνεβαίνει στούς οὐρανούς. Τά ὑλικά στοιχεῖα ξαναγυρίζουν στή φύση καί τό πνεῦμα ἐπιστρέφει στόν Θεό. Οἱ ψυχές ἐκείνων πού ἔζησαν μέ πίστη καί μετάνοια προγεύονται τή χαρά τοῦ Παραδείσου, ἐνῶ ἐκείνων πού πέρασαν τή ζωή αὐτή μέσα στήν ἁμαρτία καί δέν μετενόησαν, προγεύονται τή θλίψη τῆς κολάσεως. Αὐτές οἱ ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν περιμένουν μέ λαχτάρα τίς προσευχές μας, τίς ἐλεημοσύνες, τίς Λειτουργίες γιά νά ἀνακουφισθοῦν, μιᾶς καί ἀκόμα δέν ἔχουν κλείσει οἱ πῦλες τοῦ Ἅδου. Περιμένουν ὅλες οἱ ψυχές τήν μεγάλη ἡμέρα τῆς κρίσεως κατά τήν ὁποία θά ἑνωθοῦν μέ τά σώματα πού εἶχαν στόν κόσμο καί θά παρασταθοῦν ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ γιά νά λογοδοτήσουν. Μετά τόν θάνατο συνεχίζεται ἡ προσωπική ζωή. «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰωάν. ια΄26), εἶπε ὁ Κύριος. Μᾶς παρακολουθοῦν. Χαίρουν στίς χαρές μας καί λυποῦνται στίς θλίψεις μας. Καί ἑνώνονται μαζί μας ἐν Χριστῷ μέσα στό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ τόν Χριστό στή ζωή καί στόν θάνατο
     Ὅπως ὁ Ἰάειρος ἄς ἀντιμετωπίζουμε κι ἐμεῖς τήν θλίψη καί τόν θάνατο. Ἀνεζήτησε τόν Ἰησοῦ. Πίστευε σ’ Αὐτόν καί ἀμείφθηκε μέ τό θαῦμα. Στίς τραγικές ὧρες τοῦ θανάτου καί τοῦ πένθους μόνο ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά μετριάζει τόν πόνο. Τά μοιρολόγια καί ἡ ἀπομόνωση δημιουργοῦν μελαγχολία. Μόνο ἡ πίστη στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς  καί ἡ βεβαιότητα, ὅτι «οὐκ ἀπέθανε, ἀλλά καθεύδει» ἔχουν τή δύναμη νά μᾶς περάσουν μέσα ἀπό τό καμίνι τῆς θλίψεως χωρίς ψυχικά τραύματα. Ἄς μήν ἀφήσουμε τόν πόνο τοῦ θανάτου νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς, ἀντίθετα μέ ἐκείνους πού δέν ἔχουν ἐλπίδα, πιστεύουμε ὅτι «ἐάν τε οὖν ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ. ιδ΄ 8).
(Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ. Νικολάου)


                                      Φιλοδοξίες (μνήμη Αγ. Δημητρίου) 
 

        Η γιορτή του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου στις 26 του Οκτώβρη φέρνει στη μνήμη μας όλα τα γεγονότα τα σχετικά με τη ζωή και το μαρτύριο αυτού του μεγάλου Αγίου της πατρίδας μας και της Ορθοδοξίας. Πως ήταν νέος και δυναμικός, αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, πως μάζευε όλους τους συνομηλίκους του στην περίφημη «Καταφυγή», όπου χωρίς φόβο τους μιλούσε για το Χριστιανισμό και την σωτηρία της ψυχής, πως τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν, αλλά και μέσα από τα σίδερα του κελιού της φυλακής δεν σταμάτησε να διδάσκει τους φίλους του που έρχονταν να τον επισκεφτούν, πως ενθάρρυνε τον μικρόσωμο φίλο του Νέστορα να μονομαχήσει και να νικήσει τον γίγαντα Λυαίο και τελικά με μαρτυρικό θάνατο, κάτω από τα χτυπήματα των ακοντίων των στρατιωτών παρέδωσε την Αγία ψυχή του στα χέρια του Κυρίου και Θεού μας.

      Αν μελετήσει κανείς τους διαλόγους, τις προτάσεις και τις ενέργειες που έκανε ο ηγεμόνας προς τον νεαρό Δημήτριο, θα παρατηρήσει πως στόχευαν να κεντρίσουν και να διεγείρουν αυτό που με μια λέξη ο κόσμος ονομάζει φιλοδοξία: δηλαδή την υψηλή θέση στην ιεραρχία του στρατού, τις προοπτικές μιας λαμπρής καριέρας, μιας καθολικής αναγνώρισης του προσώπου του, μιας υπερύψωσης του Εγώ του, αρκεί να άφηνε κατά μέρος όλες αυτές τις «ανοησίες» για τον σταυρωμένο Θεό του, εκείνο τον φτωχό Ναζωραίο και την ανύπαρκτη «Βασιλεία» του, πράγματα που αποτελούσαν ύβρη και απειλή κατά του προσώπου του Καίσαρα και της Αυτοκρατορίας.
         Και απορούσε ο Ρωμαίος στρατηγός, πώς μπορεί ένα τόσο νέο κι έξυπνο παλικάρι, να εμμένει σε τέτοιες ιδέες, να αρνείται δόξα και εξουσία κοσμική, να προτιμά την ατίμωση στα μάτια της κοινωνίας, την υγρή και σκοτεινή φυλακή, και να μην αρνείται μια τέτοια «ιδεολογία»! Μα, μπορεί κανείς να μην έχει φιλοδοξίες; αυτή ήταν η μεγάλη του απορία!
Όχι! Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει φιλοδοξίες! Και βέβαια ο Δημήτριος ήταν φιλόδοξος, όχι όμως όπως θα περίμεναν όσοι κατέχονται από το κοσμικό φρόνημα, το αποστασιοποιημένο από τον Θεό.
          Διότι η Φιλοδοξία είναι μια κίνηση της ψυχής του ανθρώπου, που του την κληροδότησε ο Πλάστης και Δημιουργός του! Η Φιλο-δοξία είναι εκείνη η επιθυμία, η ανάγκη αν θέλετε της ψυχής και η τάση της να βρίσκεται δίπλα και μέσα στην Δόξα: την Δόξα του Θεού, το φως του προσώπου Του, την αγάπη που εκπέμπει αέναα, την ίδια Του την υπόσταση. Η Φιλοδοξία που έβαλε ο Θεός μέσα στον άνθρωπο στοχεύει στην αληθινή δόξα, την αιώνια και ακατάλυτη, όχι την πρόσκαιρη και κοσμική. Είναι η επιθυμία της ψυχής να βιώνει διαρκώς την αγαπητική κοινωνία του Θεού, να βρίσκεται μέσα στο οικοσύστημά της, να είναι συνδεδεμένη με τον Αίτιό της και να αντλεί την Ζωή μέσα από αυτή την σύνδεση!
         Η κοσμική φιλοδοξία, δεν είναι κάποιο άλλο είδος, αλλά αποτελεί την εφθαρμένη, την αλλοιωμένη όψη της Φιλοδοξίας που μας έδωσε ο Θεός, όπως την έχει καταντήσει η αμαρτωλή φύση μας. Έχει υποστεί και αυτή την παραποίηση που δέχτηκαν και όλες οι άλλες αρετές, όπως η αγάπη που έγινε ιδιοτελής, η φιλία που κατάντησε ψεύτικη, η πραότητα που μεταβλήθηκε σε επιθετικότητα, η πίστη που έγινε εθιμοτυπία… είναι λοιπόν αποτέλεσμα της υποβάθμισης του ανθρώπινου προσώπου η φιλοδοξία του πλέον να στρέφεται στην κοσμική δόξα, στην εφήμερη αναγνώριση, στην πάση θυσία υπεροχή, ακόμα και την αθέμιτη.
       Ο Άγιος Δημήτριος όμως, ως Χριστιανός και άρα ουρανοπολίτης, δεν έδωσε σημασία στην κοσμική, επίγεια, φθαρτή κι εφήμερη δόξα, δεν δελεάστηκε από τις ανόητες προτάσεις και προσφορές του ηγεμόνα, αλλά προσβλέποντας στην αληθινή κι αιώνια Δόξα, ως γνήσιος Φιλόδοξος ως τα άκρα, απέρριψε κάθε τι το πρόσκαιρο και κάλπικο, κάθε τι που θα τον απομάκρυνε από την φιλόδοξη αναζήτησή του, από την ένωση και την κοινωνία με τον Κύριο Ιησού!!
Και με τον τρόπο αυτό κέρδισε και την κοσμική δόξα! Γιατί, ποιος θυμάται πλέον, ύστερα από τόσους αιώνες, κάποιον από τους σύγχρονούς του, κάποιον από τους συστρατιώτες του ή τους διοικητές του; κάποιον έστω καλλιτέχνη της εποχής εκείνης, γλύπτη, ποιητή, φιλόσοφο; ποιος τιμάται και προσκυνείται και δοξάζεται τόσο πολύ μέχρι και σήμερα, πέρα από τον Άγιο Δημήτριο και τους υπόλοιπους Μάρτυρες; κανένας!
        Η πρόταση της πίστεώς μας είναι να γίνουμε Φιλόδοξοι! Να αποκτήσουμε την αληθινή, την κατά Θεόν Φιλοδοξία, αυτή που θα μας οδηγήσει κοντά στον θρόνο του Θεού, ώστε να ατενίζουμε αιώνια την ανέσπερη Δόξα του προσώπου Του! Κι αν ποτέ βρεθούμε σε δίλημμα, ας έχουμε πυξίδα μας τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις…» 

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Ψηφίδες" της Ι. Μ. Δημητριάδος, τεύχος Οκτωβρίου 1999).



                                                             20 Ὀκτωβρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Σ´ ΛΟΥΚΑ  (Εὐαγγέλιο: Λουκ. η΄ 27-39)

                                                                                     Ἡ διάσπαση τῆς ἁμαρτίας

Τὴ μανία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων περιγράφει μὲ μελανὰ χρώματα τὸ περιστατικὸ τοῦ δαιμονισμένου τῶν Γαδαρηνῶν. Αὐτὴ ἡ μανία ἀποτυπώνεται στὴν δύναμη τοῦ κακοῦ, ποὺ μὲ τὶς πολλὲς καὶ ποικίλες μορφὲς του μᾶς ταλαιπωρεῖ, μᾶς βασανίζει καί, κάποτε, μᾶς καταδυναστεύει κυριολεκτικά. Σήμερα θὰ σταθοῦμε σὲ ἕνα χαρακτηριστικό, ἀλλὰ καὶ τραγικὸ σύμπτωμά του, τὸν διχασμὸ ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία.
Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ δαιμονοπληξία, ὅπως ὅλες οἱ ψυχικὲς καὶ σωματικὲς ἀσθένειες, συνδέεται μὲ τὴν πραγματικότητα τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρουσίας τοῦ κακοῦ καὶ τῆς φθορᾶς στὸν κόσμο. Στὸ ἐπεισόδιο τοῦ δαιμονισμένου τῶν Γαδαρηνῶν φαίνεται ἡ κυριαρχία τοῦ διαβόλου, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀνθρώπινη δυστυχία καὶ διάλυση. Πρόκειται γιὰ μία κατάσταση στὴν ὁποία μία ἐχθρικὴ δύναμη πρὸς τὸν ἄνθρωπο δηλητηριάζει τὴν ζωή του, μηχανεύεται τεχνάσματα καὶ μεθόδους ποὺ τὸν καταστρέφουν καὶ τὸν ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδο καὶ ἀπόγνωση. «Τί σοὶ ὄνομα ἐστίν; Ὁ δὲ εἶπε: Λεγεών». Ὁ δαιμονισμένος ἦταν κατοικητήριο πολλῶν δαιμόνων. Ἐδῶ βλέπουμε καθαρὰ τὴν διάσπαση τῆς προσωπικότητας τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ὁποία γίνεται τόσος πολὺς λόγος στὶς μέρες μας.
Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας δίνει τὴν δική της ἀπάντηση καὶ ἑρμηνεύει αὐτὸ τὸ φαινόμενο μέσα ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὴν προοπτική της ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πτώση στὴν ἁμαρτία φέρνει τὴν ἐσωτερικὴ διάσπαση στὸν ἄνθρωπο καὶ προξενεῖ τὴν διαίρεση, τὸν διχασμό. Ὁ Θεὸς ἑνώνει, ἐνῶ ὁ διάβολος διαιρεῖ. Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο ὡς ἑνοποιημένη ψυχοσωματικὴ προσωπικὴ ὕπαρξη, ἐνῶ ὁ διάβολος τὸν τεμαχίζει καὶ τὸν θρυμματίζει σὲ ἀπρόσωπη μᾶζα. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνουν οἱ ἐγωπαθεῖς προτιμήσεις καὶ οἱ ἀλλοπρόσαλλες συμπεριφορὲς τῶν ἀνθρώ­πων. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, νεκρώνει τὶς ἐσωτερικὲς καὶ πνευματικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸν συνάνθρωπό του. Κέντρο τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀναζητήσεών του γίνεται πλέον ὁ ἑαυτός του καὶ ὁ ἐγωκεντρισμός του. Χάνοντας τὴν ἀναφορά του στὸν Θεό, ὑποτάσσεται ἀναπόφευκτα στὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ προσωπικότητά του διασπᾶται ἀπὸ τὰ ἀλληλοσυγκρουόμενα ἐνδιαφέροντα καὶ τὶς εὐμετάβλητες προτιμήσεις του σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἡ ἀνθρώπινη καρδιά, τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξής του, νὰ χάνει τὴν ἰσορροπία καὶ τὴν ἁρμονία της ἀπὸ ἕνα πλῆθος δυνάμεων. Ποικίλα ἐνδιαφέροντα καὶ συμφέροντα, ρόλοι καὶ συμπεριφορὲς ἀσύνδετες μεταξύ τους, διαιροῦν τὸν ἐσωτερικό του κόσμο καὶ τὸν μετατρέπουν σὲ μία κατακερματισμένη καὶ χαώδη κατάσταση. Ἕνας ἄνθρωπος διχασμένος ἐσω­τερικὰ καὶ ἀπομονωμένος ἐξωτερικὰ δὲν μπορεῖ νὰ νιώθει καὶ νὰ εἶναι λυτρωμένος.
Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἐνόχλησε τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς τῶν Γαδαρηνῶν. Τυφλωμένοι καὶ ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὸ ὑλικὸ κέρδος δὲν διέκριναν τὸ νόημα τῆς θαυματουργικῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου. Δὲν τοὺς ἔλεγξε ἡ συνείδηση γιὰ τὸ παράνομο ἐμπόριο χοίρων ποὺ ἔκαναν, παρὰ τὴν ἀπαγόρευση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ζημιωμένοι ἀπὸ τὰ συμφέροντά τους, διώχνουν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν περιοχή τους. Σκέπτονται ἐγκεφαλικὰ καὶ συμφεροντολογικά. Ὅ,τι δὲν ἐξυπη­ρε­τεῖ τὰ σχέδια καὶ τὶς ἐπιδιώξεις τοὺς τὸ παραμερίζουν καὶ τὸ πολεμοῦν, ὄχι μόνο ὡς ἀνεπιθύμητο, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐπικίνδυνο. Μένουν στὴν ἐπιφάνεια καὶ χάνουν τὴν οὐσία. Ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι σήμερα ἀκολουθοῦν τὴν ἴδια τακτική. Διώχνουν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς ζωῆς τους καὶ τὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς τους. Καὶ ἐδῶ ὁ φαῦλος κύκλος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἐσωτερικῆς διάσπασης βιώνεται μὲ ἰδιαίτερα σκληρὸ τρόπο. Ἡ μαζοποίηση καὶ ἡ ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου στὴν σύγχρο­νη κοινωνία εἶναι κραυγαλέα. Ὁ διεσπασμένος ἐσωτερικὰ ἄνθρωπος ἔχει, φυσικά, καὶ διχασμένες λειτουργίες. Ἄλλα θέλει, ἄλλα λέει καὶ ἄλλα κάνει. Τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ δὲν συνεργάζονται ἁρμονικὰ μεταξύ τους. Γίνονται ἀντίπαλα καὶ ἀντα­γω­νιστικά.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ θεραπευμένος τῆς περικοπῆς, ἀπελευθερωμένος ἀπὸ ὅ,τι μέχρι τότε τὸν βασάνιζε, ἐπιθυμεῖ νὰ μείνει κοντὰ στὸν Χριστό. Βίωσε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν χάρη Του, ποὺ ἑνοποίησε τὴν κομματιασμένη ἀπὸ τοὺς δαίμονες ὕπαρξή του. Οἱ κάτοικοι τῶν Γαδαρηνῶν διώχνουν τὸν Χριστό. Διχασμένοι ἐσωτερικά, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ καταλαβαίνουν, βλέπουν καὶ αἰσθάνονται τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἀγάπη Του. Δὲν θέλουν νὰ δοῦν τὴν ζωὴ τοὺς πέρα ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, μέσα σὲ μία ἄλλη προοπτική. Δύο διαφορετικὲς ἐπιλογὲς τῆς ἀνθρώ­πινης ἐλευθερίας. Ἡ μία σῶζει καὶ ἡ ἄλλη καταστρέφει. Ἐμεῖς ποιά, ἄραγε, προτιμοῦμε;
(Ἀρχιμανδρίτου Νικάνορος Καραγιάννη


Ἱεροκήρυκος  Ἱ.Μ. Κηφισίας, Ἀμαρουσίου &  Ὠρωποῦ)







13 Ὀκτωβρίου 2013
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ´ ΛΟΥΚΑ   (Εὐαγγέλιο: Λουκ. η΄ 4-15)
Λόγος το Θεο
γωγς θείας χάριτος
Στν Παραβολ το σπορέως, καθς γεωργς σπερνε σπόρους στ χωράφι του, λλοι σπόροι πεσαν κοντ στ δρόμο το χωραφιο, καταπατήθηκαν π τος διαβάτες κα τος κατέφαγαν τ πουλι το ορανο. λλοι πεσαν σ πετρδες δαφος, κα φο φύτρωσαν, ξεράθηκαν, πειδ δν εχαν γρασία. λλοι πάλι σπόροι πεσαν σ δαφος γεμάτο π σπόρους γκαθιν, κα ταν βλάστησαν, τος πνιξαν τ γκάθια τελείως. Κα λλοι σπόροι πεσαν στν εφορη γ κα καναν καρπ κατ φορς περισσότερο.
Ο μαθητς μόλις κουσαν τν παραβολ ατή, παρακάλεσαν τν Κύριο ν τος τν ξηγήσει. Κα Κύριος επε: σπόρος συμβολίζει τν λόγο το Θεο.
Γιατί μως Κύριος παρομοιάζει τν λόγο του μ σπόρο; Διότι, πως σπόρος κρύβει μέσα του πολλς μυστικς δυνάμεις κα μέσα στ χμα φέρνει ζωή, τσι κα λόγος το Θεο, ταν πέσει στς καρδιές μας, χει τ δύναμη ν πιτελε μέσα μας μία σωτερικ μεταμόρφωση κα ν μς μεταγγίζει ζωή. Διότι λόγος το Θεο εναι φορτισμένος μ ζωή, μ θεία χάρι. Εναι γωγς θείας χάριτος. Σ κάθε λόγο το Θεο πάρχει χάρις γιότητας, ποία πέφτει σιγ-σιγά, σταγόνα-σταγόνα, στν ψυχή μας. Δημιουργε μέσα μας μία σωτερικ μεταρσίωση. θόρυβη κα θέατη στν ρχή. Πολ γρήγορα μως ρχίζει κα γίνεται φανερή. Κάθε λόγος το Χριστο καθς εσέρχεται στν ψυχή μας, χύνει πλετο φς στ σκοτάδι. Κα σιγ-σιγ καθαρίζει κάθε ρύπο κα μαρτία. Δημιουργε μέσα μας νέα ζωή. Νέα φρονήματα τώρα, νέοι πόθοι, νέα νδιαφέροντα. π λλα λκύεται πλέον καρδιά μας κα λλις βλέπουμε κα κρίνουμε τ πάντα γύρω μας. ποκτ νώτερη ποιότητα σωτερικός μας κόσμος, κα σιγ-σιγ συντελεται γιασμός μας.
Καρδις καρπες
Κύριος στ συνέχεια ρμηνεύει τ διάφορα μέρη το χωραφιο τς παραβολς. Τ δαφος κοντ στ δρόμο, λέει, συμβολίζει κείνους τος νθρώπους πο κον πλς κα μόνο τν λόγο, λλ πειτα φήνουν τν διάβολο ν λθει μέσα τους κα ν φαίρεση τν θεο λόγο π τς καρδιές τους. Τ πετρδες δαφος συμβολίζει κείνους ο ποοι δέχονται μ χαρ κα νθουσιασμ τν θεο λόγο· δν χουν μως βαθις ρίζες, κα γι’ ατ ταν λθει καιρς πειρασμο διωγμο, πομακρύνονται π τν πίστη. Κα γ μ τ γκάθια δηλώνει κείνους πο κουσαν τν λόγο το Θεο κα ρχίζουν μ κάποια προθυμία ν βαδίζουν στν δρόμο τς πίστεως. Πνίγονται μως π τς γωνιώδεις φροντίδες γι ν ποκτήσουν πλούτη, κα π τς πολαύσεις τς σαρκικς ζως, κα τσι δν δίνουν καρπό. πάρχουν μως κα ο καρδις πο μοιάζουν μ γ γαθ κα εφορη. Εναι ο νθρωποι κενοι πο μ καλοπροαίρετη καρδι κουσαν κα κατανόησαν τν θεο λόγο κα τν κρατον σφικτ μέσα τους, κα καρποφορον τς ρετς δείχνοντας πομον στος πειρασμος πο συναντον στν σκηση τς πνευματικς ζως.
π τν ξήγηση ατ τς παραβολς βλέπει κανες τρες κατηγορίες νθρώπων πο δν χουν γόνιμο δαφος στς ψυχές τους. Κα ο τρες ατς κατηγορίες νθρώπων κυριαρχον διαιτέρως σήμερα. ν τόσο πλούσια κούγεται στς μέρες μας στν πατρίδα μας λόγος το Θεο, τόσα κηρύγματα κα μιλίες κα βιβλία κα κπομπές, πολλο δν χουν διάθεση ν τν κούσουν. Ο περισσότεροι διαφορον, πνίγονται στ προβλήματα τς καθημερινότητας, χουν λλα νδιαφέροντα, τί θ δείξει τηλεόραση, τί θ γράψουν ο φημερίδες, τί θ γοράσουν, πς θ διασκεδάσουν… Κα δυστυχς μεγαλώνουν πολλς γενις στ χώρα μς κατήχητες, λειτούργητες, διάφορες. λλοι πάλι Χριστιανο παναπαύονται σ’ ναν θρησκευτικ τουρισμό. λλ δν φθάνουν μόνον ο κδρομς στ ερ Προσκυνήματα. Ἐὰν καρδι μς μείνει καλλιέργητη, θ χερσώσει, θ πετρώσει, θ γεμίσει γκάθια, δν θ καρποφορήσει.
μελέτη το θείου λόγου δν εναι πάρεργο, οτε εναι μόνο γι τος θεολόγους κα τος ερες. Εναι γι λους μας. κκλησία μας πάνω στν γία Τράπεζα μς καλε ν γευτομε δύο τροφές, τν πνευματικ τροφ το ερο Εαγγελίου κα τ Μυστήριο τς θείας Εχαριστίας. Κα κάποιος ρμηνευτς ρωτ σχετικά: Ἐὰν θεωρετε μάρτημα τν περιφρόνηση το Μυστηρίου τς θείας Μεταλήψεως, πς θεωρετε μικρότερο μάρτημα τν παραμέληση το λόγου το Θεο;
Πμε στν κκλησία, κομε τ ερ Εαγγέλιο κα κάποιο κήρυγμα. Ν τ κομε μ χαρ κα χι ν δυσανασχετομε πειδ θ ργήσει θεία Λειτουργία. Μς μιλάει διος Χριστός, σπείρει στς καρδιές μας τ λόγο του. «Πρόσχωμεν»! λέει ερέας. λλ κα σ λλες πνευματικς εκαιρίες ν μετέχουμε που σπείρεται λόγος το Θεο: σ μιλίες, σ κύκλους μελέτης γίας Γραφς. Κα στ σπίτι μας ν μελετομε καθημεριν τν Καιν Διαθήκη. Ν ποθομε ν ξεδιψομε τς ψυχές μας στ δροσερ νάματα το θείου λόγου. Θ βρομε χρόνο, ἐὰν χουμε διάθεση. τσι θ καλλιεργεται καρδιά μας, θ παρηγορεται ψυχή μας, θ λλάζει ζωή μας. τσι θ γεμίζουμε μ ζω κα χάρι, μ τ Χάρι το Θεο.
(Περιοδικ « Σωτήρ»)