ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ
Γιατί ονομάστηκε
“Ακάθιστος” και γιατί ψάλλεται κατά την διάρκεια της
Μεγάλης Τεσσαρακοστής;
Ο Ακάθιστος Ύμνος εψάλη το καλοκαίρι του
626 μετά από την σωτηρία της Πόλης (8 Αυγούστου).
Σύμφωνα με θεολόγους ο Ακάθιστος
Ύμνος ψάλλεται
παρ΄όλα αυτά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή (και όχι τον 15Άυγουστο) για να συνοδεύσει
την γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού, επειδή
βρίσκεται ημερολογιακά μέσα σε περίοδο Νηστείας, στερείται προεόρτιων και
μεθεόρτιων. Ο Ακάθιστος Ύμνος, λοιπόν, έρχεται να συνοδέψει την γιορτή του
Ευαγγελισμού και να καλύψει το κενό που δημιουργείται λόγω της περιόδου της
Νηστείας, όσον αφορά τα προεόρτια και μεθεόρτια.
Και επειδή ο εορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, κατά την περίοδο Νηστείας, επιτρέπεται μόνο το Σάββατο και την Κυριακή, η ψαλμωδία του Ακάθιστου ψάλλεται κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών τα οποία λειτουργικά ανήκουν στην ημέρα του Σαββάτου.
Γιατί ονομάζεται
Ακάθιστος Ύμνος;
Για να βρούμε την απάντηση στην ερώτηση
αυτή θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ιστορία και να δούμε τα ιστορικά στοιχεία
του Ακάθιστου Ύμνου. Σύμφωνα με το Συναξαριστή ή Συναξάρι ο Ακάθιστος Ύμνος
ψάλει το καλοκαίρι του 626. Την εποχή εκείνη ο αυτοκράτορας Ηράκλειος
βρισκόταν σε εκστρατεία στο εσωτερικό της Ασίας. Την απουσία του αυτοκράτορα
εκμεταλλεύτηκαν οι Πέρσες και οι Άβαροι οι οποίοι πολιόρκησαν το Βυζάντιο. Ο
φρούραρχος Βώνος και ο Πατριάρχης Σέργιος εμψύχωναν το λαό που ετοιμαζόταν να
πολεμήσει τις πολεμικές μηχανές των Περσών και των Αβαρών, χωρίς να έχει πολλές
ελπίδες για νίκη. Ο Πατριάρχης Σέργιος κρατώντας την εικόνα της Παναγίας των
Βλαχερνών, περιδιάβαινε τα τείχη από άκρη σε άκρη για να δώσει θάρρος και
ελπίδα. Την ημέρα που οι εχθροί της Πόλης ετοίμαζαν τη μεγάλη τους επίθεση και
καθώς ο Πατριάρχης Σέργιος, κρατώντας την εικόνα της Παναγίας προσπαθούσε να
εμψυχώσει το λαό, ένας μεγάλος ανεμοστρόβιλος προξένησε ανεπανόρθωτες ζημίες σε
μεγάλο μέρος της ναυτικής δύναμης των εχθρών αναγκάζοντάς τους να αλλάξουν
σχέδια και να λύσουν την πολιορκία.
Βλέποντας
ο λαός το θαύμα αυτό και θέλοντας να ευχαριστήσει την Παναγία συγκεντρώθηκε στο
Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών όπου όλοι οι πιστοί, όρθιοι, έψαλλαν, ως
δοξολογία και ευχαριστία για την σωτηρία της Πόλης, τον Ύμνο προς την Παναγία,
ο οποίος αργότερα θα ονομαστεί Ακάθιστος διότι «ορθοστάδην τότε πας ο λαός κατά την
νύκτα εκείνην τον ύμνον τη του Λόγου Μητρί έμελψαν και ότι πάσι τοις άλλοις
οίκοις καθήσθαι εξ έθους έχοντες, εν τοις παρούσι της θεομήτορος όρθοὶ πάντες
ακροώμεθα».ΚΥΡΙΑΚΗ Η´ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ι΄ 25-37)
(10 Νοεμβρίου 2013)
Ἡ Παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου
1. Ποιὸς θεωρεῖται «πλησίον» μου;
–Ποιὸν πρέπει νὰ θεωρῶ «πλησίον» μου, γιὰ νὰ τὸν ἀγαπῶ
σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ;... ρώτησε ἕνας νομοδιδάσκαλος τὸν Κύριο· κι ὁ θεῖος
Διδάσκαλος βρῆκε ἀφορμὴ νὰ μιλήσει γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ὅλους χωρὶς
ὅρους καὶ ὅρια μὲ τὴ θαυμάσια Παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ Ἰουδαῖοι ραββῖνοι ὑποστήριζαν ὅτι ἡ ἐντολὴ
«ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτὸν» δὲν ἀναφέρεται στοὺς ξένους ἀλλὰ μόνο στοὺς
ὁμοεθνεῖς καὶ ὁμοθρήσκους. Αὐτὴ τὴ στενὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν
συνάνθρωπο ἀνέτρεψε ὁ Κύριος ἀναφέροντας τὸ ἀξιομίμητο παράδειγμα ἑνὸς ἀνθρώπου
ἀπὸ τὸν ἐχθρικὸ πρὸς τοὺς Ἑβραίους λαὸ τῶν Σαμαρειτῶν, ὁ ὁποῖος μὲ πολλὴ στοργὴ
καὶ ἀγάπη φρόντισε ἕναν Ἰουδαῖο ἄγνωστο σ’ αὐτόν, ποὺ εἶχε δεχθεῖ ἐπίθεση ληστῶν
καὶ ἦταν μισοπεθαμένος στὸν δρόμο. Τὸν ἴδιο ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο τὸν εἶχαν δεῖ
νωρίτερα ἕνας ἱερέας τῶν Ἰουδαίων κι ἕνας λευίτης, ἀλλὰ τὸν ἐγκατέλειψαν ἀβοήθητο.
Λοιπόν, ρώτησε συμπερασματικὰ ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς ἔκανε
τὸ καθῆκον του πρὸς τὸν συνάνθρωπο καὶ ἀποδείχθηκε στὴν πράξη «πλησίον» ἐκείνου
ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν; Κι ὁ νομικὸς εἶπε: «Πλησίον» του ἀποδείχθηκε αὐτὸς
ποὺ τὸν σπλαγχνίστηκε καὶ τὸν βοήθησε.
Πράγματι, ὁ πλησίον δὲν καθορίζεται ἀπὸ τὴ φυλετική, ἐθνικὴ ἢ
θρησκευτική του ταυτότητα. Κάθε ἄνθρωπος, εἴτε εἶναι συμπατριώτης μας εἴτε
ξένος, φίλος ἢ ἐχθρός, γνωστὸς ἢ ἄγνωστος, εἶναι ἄνθρωπος καὶ γι’ αὐτὸ τοῦ ὀφείλουμε
ἀγάπη καὶ σεβασμό. Ἡ ἀγάπη εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναδεικνύει ὡς πλησίον μας τὸν κάθε ἄνθρωπο
ποὺ βρίσκεται σὲ κάποια ἀνάγκη. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη πρὸς ὅλους ἀνεξαιρέτως μᾶς διδάσκει
ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.
2. Ἡ ἀγάπη θέλει κόπο καὶ θυσία
Χαρακτηριστικὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου εἶναι καὶ ἡ αὐταπάρνηση.
Ὁ Σαμαρείτης δὲν φοβήθηκε νὰ πλησιάσει τὸ θῦμα τῶν ληστῶν, οὔτε σκέφθηκε τὸν
χρόνο ποὺ θὰ ἔχανε διακόπτοντας τὸ ταξίδι του. Μὲ προσοχὴ καὶ ἐπιμέλεια
περιποιήθηκε τὶς πληγὲς τοῦ τραυματισμένου κι ἔπειτα τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του,
συνεχίζοντας ὁ ἴδιος πεζὸς τὸ ταξίδι του. Κι ὅταν ἔφτασαν στὸ πανδοχεῖο, ἀνέλαβε
ἐκεῖνος νὰ πληρώσει, προκειμένου ὁ προστατευόμενός του νὰ τύχει ἰδιαιτέρας
περιποιήσεως.
Αὐτὸ σημαίνει ἀληθινὴ ἀγάπη. Ἀγάπη ποὺ δὲν ὑπολογίζει κόπους,
ἔξοδα, προσωπικὸ χρόνο ἢ ἄλλα συμφέροντα. Ἀγάπη ποὺ φτάνει μέχρι τὴ θυσία! Τὸ εἶπε
ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του, καθὼς πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς μεγάλης Θυσίας:
«Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ»· ποὺ
σημαίνει ὅτι μεγαλύτερη ἀγάπη πρὸς τοὺς φίλους του κανεὶς δὲν ἔχει ἀπ’ αὐτήν,
δηλαδὴ ἀπὸ τὸ νὰ προσφέρει καὶ νὰ θυσιάσει τὴ ζωή του γιὰ χάρη τῶν φίλων του (Ἰω.
ιε΄ 13). Καὶ φυσικὰ αὐτὸ ποὺ ὁ Κύριος δίδαξε, πρῶτος ὁ Ἴδιος τὸ ἔκανε πράξη,
θυσιάζοντας τὸν Ἑαυτό του πάνω στὸ Σταυρὸ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου.
3. Νὰ Τὸν μιμηθοῦμε!
Σύμφωνα μὲ τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τῆς Παραβολῆς, «καλὸς
Σαμαρείτης» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τὸν Ὁποῖο μάλιστα οἱ ἐχθροί Του ἔβριζαν ὡς
«Σαμαρείτη» (Ἰω. η΄ 48). Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς ἔγινε ὁ Καλὸς Σαμαρείτης γιὰ
τὴν καταπληγωμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ἀνθρωπότητα. Καὶ γιὰ νὰ τὴν θεραπεύσει ἀπ’ τὶς
πληγές της, ὄχι μόνο ὑπέστη κόπους, ἀλλὰ ὑποβλήθηκε καὶ σὲ θάνατο
σταυρικό.
Πόση εὐγνωμοσύνη Τοῦ ὀφείλουμε! Ἀλλὰ
καὶ πόσο μεγάλο εἶναι τὸ χρέος μας νὰ Τὸν μιμηθοῦμε ὅπως ἀκριβῶς Ἐκεῖνος
συνέστησε στὸ συνομιλητή Του νομο-διδάσκαλο ἀλλὰ καὶ στὸν καθένα μας: «Πορεύου
καὶ σὺ ποίει ὁμοίως». Πήγαινε καὶ κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο. Δεῖχνε δηλαδὴ συμπάθεια
σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ πάσχει, χωρὶς νὰ ἐξετάζεις ἂν αὐτὸς εἶναι συγγενής σου ἢ
συμπατριώτης σου, καὶ χωρὶς νὰ λογαριάζεις τὶς θυσίες, τοὺς κόπους καὶ τὶς
δαπάνες ποὺ θὰ ὑποστεῖς, γιὰ νὰ βοηθήσεις καὶ νὰ συντρέξεις αὐτὸν ποὺ πάσχει, ἔστω
κι ἂν αὐτὸς εἶναι ἐχθρός σου. Ἂν θέλεις νὰ εἶσαι γνήσιος μαθητὴς καὶ μιμητὴς τοῦ
Χριστοῦ, τότε μάθε ν’ ἀγαπᾶς. Ἡ ἀγάπη εἶναι αὐτὴ ποὺ ὀμορφαίνει τὴ ζωή μας. Ἡ ἀγάπη
μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ στὸν Θεό!
Ἀρχιμ. Γ. Κ.
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιϚ΄ 19-31)
(3 Νοεμβρίου 2013)
Ἡ
Παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου
1. Πλούσιοι καὶ φτωχοὶ
Ἡ Παραβολὴ ποὺ
διαβάζουμε στὸ σημερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο μᾶς παρουσιάζει τὴ ζωὴ ἑνὸς
πλουσίου καὶ ἑνὸς φτωχοῦ σὲ τραγικὴ ἀντίθεση: Ὁ πλούσιος, ντυμένος μὲ πολυτελῆ
βασιλικὰ ἐνδύματα,
κατοικοῦσε σὲ
πολυτελέστατο οἰκοδόμημα καὶ διασκέδαζε κάθε μέρα μὲ συμπόσια γεμᾶτα χλιδὴ καὶ
μεγαλοπρέπεια. Ἀντίθετα, ὁ φτωχὸς ποὺ λεγόταν Λάζαρος, ρακένδυτος καὶ γεμᾶτος πληγές, ζοῦσε
παραπεταμένος στὴν ἐξώπορτα τῆς κατοικίας τοῦ πλουσίου. Ὁ ἕνας ἀπολάμβανε
πλούσια γεύματα κάθε μέρα, κι ὁ ἄλλος προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὰ τραπέζια τῶν συμποσίων. Ὁ πλούσιος περιστοιχιζόταν ἀπὸ πολλοὺς
συνδαιτυμόνες ποὺ τὸν κολάκευαν, ἐνῷ ὁ Λάζαρος εἶχε ὡς μόνη συντροφιὰ σκύλους ποὺ ἔγλειφαν
τὶς
πληγές του.
Δυστυχῶς αὐτὴ ἡ θλιβερὴ εἰκόνα τῶν ἀντιθέσεων
ποὺ
περιγράφει ὁ Κύριος στὴν Παραβολή, παρατηρεῖται καὶ
σήμερα: Ἄλλοι
στεροῦνται τὰ ἀναγκαῖα,
πεινοῦν καὶ ὑποφέρουν,
κι ἄλλοι
ξοδεύουν χρήματα σὲ ἀνέσεις καὶ διασκεδάσεις καὶ ταξίδια. Ἄλλες χῶρες
πετοῦν στὰ
σκουπίδια καθημερινὰ τόνους ἀπὸ τρόφιμα καὶ εἴδη πρώτης ἀνάγκης, κι ἄλλες χῶρες ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὶς ἀρρώστιες.
Ἀπέναντι σ’ αὐτὲς τὶς ἀντιθέσεις
καλούμαστε κι ἐμεῖς νὰ τοποθετηθοῦμε. Κι ἂν μὲν ἀνήκουμε σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν οἰκονομικὴ ἄνεση, ἂς μάθουμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὰ ἀγαθά, γιὰ νὰ ἀνακουφίζουμε τοὺς πτωχοὺς ἀδελφούς
μας. Ἂν ἀπὸ τὴν ἄλλη
μεριὰ ζοῦμε φτωχὰ καὶ μὲ
στερήσεις, ἂς μιμηθοῦμε τὸν Λάζαρο ποὺ ὑπέμεινε ἀγόγγυστα τὴ δοκιμασία τῆς φτώχειας καὶ τελικὰ δικαιώθηκε.
2. Ἡ ἄλλη ζωὴ
Κάποτε ἔφθασε ἡ ὥρα τοῦ
θανάτου καὶ γιὰ τὸν πλούσιο καὶ γιὰ τὸν πτωχό. Σὰν καπνὸς ἐξαφανίστηκαν τὰ πλούσια ἀγαθὰ καὶ οἱ φιλίες
τοῦ
πλουσίου. Τελείωσε σύντομα κι ἡ μεγάλη δυστυχία τοῦ πτωχοῦ
Λαζάρου. Καὶ τότε ὅλα ἄλλαξαν! Οἱ ὅροι ἀντιστράφηκαν. Ὁ πλούσιος βρέθηκε στὸν Ἅδη νὰ ὑποφέρει
καὶ νὰ
βασανίζεται ἀπὸ τὶς φλόγες τῆς κολάσεως, ἐνῷ ὁ Λάζαρος μεταφέρθηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους
στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ. Ἐκεῖ ἀπελάμβανε
τὴν αἰώνια
χαρὰ καὶ εὐτυχία.
Μέσα στὴ δίνη τῶν
βιοτικῶν ὑποθέσεων
καὶ τῶν ἐπιγείων
ἀπολαύσεων,
ἴσως
παρασυρόμαστε καὶ λησμονοῦμε ὅτι μετὰ τὸν θάνατο μᾶς περιμένει ἕνας ἄλλος κόσμος, αἰώνιος, ἀληθινός,
πολὺ
περισσότερο πραγματικὸς ἀπὸ τὸν παρόντα. Ἕνας κόσμος ὅπου βασιλεύει ἡ ἀγάπη ἀλλὰ καὶ ἡ
δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε λοιπόν, ἂν
διαπιστώνουμε ὅτι γύρω μας κυριαρχεῖ ἡ θλίψη καὶ ὁ πόνος,
ἡ ἐκμετάλλευση
καὶ ἡ ἀδικία.
Γιὰ ἄλλον
κόσμο εἴμαστε
πλασμένοι. Γιὰ τὴν αἰωνιότητα! Τὸ θέμα εἶναι ὅτι ἡ εὐτυχία ἢ ἡ δυστυχία μας ἐκεῖ,
καθορίζεται ἀπὸ τὴ διαγωγή μας ἐδῶ, στὴν ἐπίγεια ζωή.
3. Πρὶν νὰ εἶναι ἀργά...
Ὅσο καιρὸ ζοῦσε ὁ
πλούσιος στὴ γῆ ποτὲ δὲν σκέφθηκε νὰ ἀνακουφίσει ἔστω καὶ λίγο τὸν πτωχὸ Λάζαρο, ποὺ τὸν ἔβλεπε δίπλα του νὰ ὑποφέρει. Τώρα ποὺ αἰσθάνεται
τοὺς φρικτοὺς
πόνους καὶ τὴν ἀφόρητη ὀδύνη τῆς κολάσεως, σπεύδει νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ νὰ
στείλει τὸν Λάζαρο, γιὰ νὰ βρέξει μὲ νερὸ τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ
δροσίσει ἔστω καὶ λίγο τὴ γλῶσσα του.
Ὁ Ἀβραὰμ ὅμως τοῦ ἀπάντησε
ὅτι αὐτὸ δὲν
γίνεται. Καὶ τοῦ ἐξήγησε: «μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα
μέγα ἐστήρικται»· ὑπάρχει ἀνάμεσά
μας μεγάλο χάσμα, ὥστε αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπὸ ἐδῶ σὲ σᾶς νὰ μὴν μποροῦν, ἀλλὰ οὔτε κι ὅσοι εἶναι ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μποροῦν νὰ περάσουν σὲ μᾶς. Εἶναι σημαντικὸ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι στὴν ἄλλη ζωὴ δὲν θὰ ἔχουμε εὐκαιρία
νὰ
μετανοήσουμε. Γι’ αὐτό, ὅσοι παραμένουν στὴ ζωὴ αὐτὴ
πεισματικὰ ἀμετανόητοι, στὴν οὐσία
καταδικάζουν τὸν ἑαυτό τους αἰωνίως. Διότι στὴν ἄλλη ζωὴ δὲν θὰ ἔχουν τὴ
δυνατότητα νὰ διορθώσουν τὶς τραγικὰ λανθασμένες ἐπιλογές τους.
Λοιπόν, «ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορ. ς΄ 2). Τώρα εἶναι καιρὸς
κατάλληλος, τώρα εἶναι ἡμέρα σωτηρίας! Σὲ ὅποια κατάσταση κι ἂν μᾶς ἔχει ὁδηγήσει
ἡ ἁμαρτία,
ὅσο κι ἂν ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό,
τὸ χάσμα
δὲν εἶναι
δύσκολο νὰ γεφυρωθεῖ στὴν παροῦσα ζωή. Ἀρκεῖ νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν Ἐκκλησία,
νὰ ἐξομολογηθοῦμε μὲ εἰλικρίνεια
καὶ νὰ ἀγωνιστοῦμε στὸ ἑξῆς, μὲ τὴ χάρη
τοῦ Θεοῦ, νὰ ζοῦμε
σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του. Ὅ,τι γίνει ὅμως, νὰ γίνει τώρα, διότι, ὅταν περάσουμε τὰ σύνορα
τοῦ κόσμου
αὐτοῦ, ὅλα θὰ ἔχουν
τελειώσει!
Ἀρχιμ.
Γ. Κ.
27 Ὀκτωβρίου 2013
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ´ ΛΟΥΚΑ (Εὐαγγέλιο: Λουκ. η΄ 41 -56)
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
«Ἔκλαιον δέ πάντες καί ἐκόπτοντο αὐτήν»
Τό συγκλονιστικό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τῆς θυγατρός τοῦ Ἰαείρου φωτίζει καί ἐρμηνεύει ἕνα ἀπό τά πιό πολύπλοκα προβλήματα πού ἀπασχόλησαν καί ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο.
Τό μυστήριο τοῦ θανάτου ἀνέκαθεν βασάνισε τόν ἄνθρωπο. Τί εἶναι ὁ θάνατος; Ποῦ πηγαίνουν οἱ ψυχές; Πῶς χωρίζεται τό πνεῦμα ἀπό τό σῶμα; Αὐτά καί ἄλλα ἐρωτήματα ἀπασχολοῦν καί τούς σημερινούς ἀνθρώπους, πού μπροστά στόν θάνατο αἰσθάνονται φόβο καί ἄγχος. Οἱ ὑλιστές διακηρύττουν, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἐκμηδένιση, καί ὅτι μετά ἀπό αὐτόν ὅλα τελειώνουν. Ὅσοι ὅμως πιστεύουν στό Θεό γνωρίζουν, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τό τέλος τοῦ βίου καί ἡ ἀρχή τῆς ζωῆς.
Οἱ κλαίοντες καί ὁ ζωοδότης
Πρόωρος καί αἰφνίδιος ἦταν ὁ θάνατος τῆς κόρης τοῦ ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου. Γι’ αὐτό καί ἐβύθισε σέ βαρύ πένθος ὄχι μόνο τήν οἰκογένειά του, ἀλλά ὁλόκληρη τήν Καπερναούμ. Γύρω ἀπό τό φέρετρο τῆς κόρης ἡ Μητέρα της καί οἱ συγγενεῖς της μοιρολογοῦσαν τήν ἄτυχη κοπέλλα πού στό ἄνθος τῆς ἡλικίας της βίαια κόπηκε ἀπό τό δρεπάνι τοῦ θανάτου. Ἀντιμέτωποι ὅλοι μέ τόν θάνατο, σκεπασμένοι μέ τά βαριά σύννεφα τῆς ἀπογνώσεως δἐν εἶχαν νά ἀντιτάξουν καμμιά ἐλπίδα. «Ἔκλαιον δέ πάντες καί ἐκόπτοντο αὐτήν». Μόνο ὁ πατέρας ἀναζητοῦσε τόν νικητή τοῦ θανάτου, καί ὅταν τόν ἀνεκάλυψε «πεσών παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτόν εἰσελθεῖν εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ». Καί ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ τόν ἐνεθάρρυνε ὕστερα ἦλθε στό σπίτι καί μέ ἕνα του λόγο ξανάδωσε ζωή στό νεκρό σῶμα τῆς κόρης καί ὑγιᾶ πλέον τήν παρέδωσε στούς γονεῖς της.
Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἐνίκησε τόν θάνατο
Ὅταν μιλᾶμε γιά τόν θάνατο λέμε συνήθως, ὅτι εἶναι πρᾶγμα φυσικό. Ὅμως ὁ θάνατος δέν ἀπορρέει ἀπό τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τόν ἔπλασε ὁ Θεός. «Ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ τέρπεται ἐπ’ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ. Σολ. α΄ 13). Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο γιά νά παραμείνει ἄφθαρτος καί ἀθάνατος. Ὁ θάνατος εἰσῆλθε στόν κόσμο ἀπό τόν φθόνο τοῦ διαβόλου μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων. Ἔτσι ἔγινε ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου ὁ θάνατος (Α΄ Κορινθ. ιε΄ 26). Νικητής τοῦ θανάτου ἀναδείχθηκε ὁ Χριστός μέ τόν δικό του θάνατο. Ντύθηκε τήν φθαρτή ἀνθρώπινη σάρκα καί ξεγέλασε τόν Ἄδη, γιατί καταβροχθίζοντας τό σῶμα Του κατακάηκε ἀπό τή θεότητά Του καί ἡττήθηκε μιά γιά πάντα. Τό παντοδύναμο Βασίλειο τοῦ Ἄδου καταλύθηκε μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ὁ ἐχθρός θάνατος καταπατήθηκε ἀπό τόν θεάνθρωπο.
Αὐτό τό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ φορεῖ κάθε βαπτισμένος χριστιανός. «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. γ΄ 27) θριαμβευτικά ψάλλει ἡ Ἐκκλησία κατά τήν ὥρα τῆς Βαπτίσεως. Ἑπομένως κάθε χριστιανός πού εἶναι ἐνσωματωμένος συνειδητά στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δέν πρέπει νά φοβᾶται τόν θάνατο, γιατί εἶναι ντυμένος μέ τό ἀθάνατο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ θάνατος γι’αὐτόν εἶναι ὕπνος καί μετάβαση ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο στήν πραγματική ζωή. Μέσα στήν Ἐκκλησία «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον...» (Τροπάριον Κανόνος Ἀναστάσεως).
Τό σῶμα στή γῆ, ἡ ψυχή στόν οὐρανό
Ἡ θλίψη καί ὁ πόνος τοῦ θανάτου μᾶς κάνει πολλές φορές νά μή σκεπτόμαστε, ὅπως πιστεύει ἡ ἐκκλησία. Μπροστά στό νεκρό σῶμα τοῦ συγγενοῦς μας δέν ἔχουμε τή δύναμη νά θεολογήσουμε. Ἐκείνη τή στιγμή ζοῦμε τόν χωρισμό. Ἐλάχιστοι, οἱ πιό πνευματικοί καί πιστοί, μποροῦν νά ὑπομείνουν τόν πόνο καί νά ἀντιμετωπίσουν καρτερικά τό ἀβάστακτο γεγονός. Καί ὅμως πρέπει ἐκεῖνες τίς δύσκολες ὧρες νά ἐπιστρατεύσουμε ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς μας γιά νά κρατηθοῦμε καί νά μή παρασυρθοῦμε στήν ἄβυσσο τῆς ἀπογνώσεως καί τοῦ γογγυσμοῦ. Διότι δυστυχῶς συμβαίνει σέ πολλούς νά χάνουν τήν πίστη τους καί νά βλαστημοῦν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀντί νά προσεύχονται γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου.
Χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα εἶναι ὁ θάνατος. Τό σῶμα κατατίθεται στόν τάφο καί ἡ ψυχή ἀνεβαίνει στούς οὐρανούς. Τά ὑλικά στοιχεῖα ξαναγυρίζουν στή φύση καί τό πνεῦμα ἐπιστρέφει στόν Θεό. Οἱ ψυχές ἐκείνων πού ἔζησαν μέ πίστη καί μετάνοια προγεύονται τή χαρά τοῦ Παραδείσου, ἐνῶ ἐκείνων πού πέρασαν τή ζωή αὐτή μέσα στήν ἁμαρτία καί δέν μετενόησαν, προγεύονται τή θλίψη τῆς κολάσεως. Αὐτές οἱ ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν περιμένουν μέ λαχτάρα τίς προσευχές μας, τίς ἐλεημοσύνες, τίς Λειτουργίες γιά νά ἀνακουφισθοῦν, μιᾶς καί ἀκόμα δέν ἔχουν κλείσει οἱ πῦλες τοῦ Ἅδου. Περιμένουν ὅλες οἱ ψυχές τήν μεγάλη ἡμέρα τῆς κρίσεως κατά τήν ὁποία θά ἑνωθοῦν μέ τά σώματα πού εἶχαν στόν κόσμο καί θά παρασταθοῦν ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ γιά νά λογοδοτήσουν. Μετά τόν θάνατο συνεχίζεται ἡ προσωπική ζωή. «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰωάν. ια΄26), εἶπε ὁ Κύριος. Μᾶς παρακολουθοῦν. Χαίρουν στίς χαρές μας καί λυποῦνται στίς θλίψεις μας. Καί ἑνώνονται μαζί μας ἐν Χριστῷ μέσα στό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ τόν Χριστό στή ζωή καί στόν θάνατο
Ὅπως ὁ Ἰάειρος ἄς ἀντιμετωπίζουμε κι ἐμεῖς τήν θλίψη καί τόν θάνατο. Ἀνεζήτησε τόν Ἰησοῦ. Πίστευε σ’ Αὐτόν καί ἀμείφθηκε μέ τό θαῦμα. Στίς τραγικές ὧρες τοῦ θανάτου καί τοῦ πένθους μόνο ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά μετριάζει τόν πόνο. Τά μοιρολόγια καί ἡ ἀπομόνωση δημιουργοῦν μελαγχολία. Μόνο ἡ πίστη στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί ἡ βεβαιότητα, ὅτι «οὐκ ἀπέθανε, ἀλλά καθεύδει» ἔχουν τή δύναμη νά μᾶς περάσουν μέσα ἀπό τό καμίνι τῆς θλίψεως χωρίς ψυχικά τραύματα. Ἄς μήν ἀφήσουμε τόν πόνο τοῦ θανάτου νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς, ἀντίθετα μέ ἐκείνους πού δέν ἔχουν ἐλπίδα, πιστεύουμε ὅτι «ἐάν τε οὖν ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ. ιδ΄ 8).
(Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ. Νικολάου)
Φιλοδοξίες (μνήμη Αγ. Δημητρίου)
Η γιορτή του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου στις 26 του Οκτώβρη φέρνει στη μνήμη μας όλα τα γεγονότα τα σχετικά με τη ζωή και το μαρτύριο αυτού του μεγάλου Αγίου της πατρίδας μας και της Ορθοδοξίας. Πως ήταν νέος και δυναμικός, αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, πως μάζευε όλους τους συνομηλίκους του στην περίφημη «Καταφυγή», όπου χωρίς φόβο τους μιλούσε για το Χριστιανισμό και την σωτηρία της ψυχής, πως τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν, αλλά και μέσα από τα σίδερα του κελιού της φυλακής δεν σταμάτησε να διδάσκει τους φίλους του που έρχονταν να τον επισκεφτούν, πως ενθάρρυνε τον μικρόσωμο φίλο του Νέστορα να μονομαχήσει και να νικήσει τον γίγαντα Λυαίο και τελικά με μαρτυρικό θάνατο, κάτω από τα χτυπήματα των ακοντίων των στρατιωτών παρέδωσε την Αγία ψυχή του στα χέρια του Κυρίου και Θεού μας.
Αν μελετήσει κανείς τους διαλόγους, τις προτάσεις και τις ενέργειες που έκανε ο ηγεμόνας προς τον νεαρό Δημήτριο, θα παρατηρήσει πως στόχευαν να κεντρίσουν και να διεγείρουν αυτό που με μια λέξη ο κόσμος ονομάζει φιλοδοξία: δηλαδή την υψηλή θέση στην ιεραρχία του στρατού, τις προοπτικές μιας λαμπρής καριέρας, μιας καθολικής αναγνώρισης του προσώπου του, μιας υπερύψωσης του Εγώ του, αρκεί να άφηνε κατά μέρος όλες αυτές τις «ανοησίες» για τον σταυρωμένο Θεό του, εκείνο τον φτωχό Ναζωραίο και την ανύπαρκτη «Βασιλεία» του, πράγματα που αποτελούσαν ύβρη και απειλή κατά του προσώπου του Καίσαρα και της Αυτοκρατορίας.
Και απορούσε ο Ρωμαίος στρατηγός, πώς μπορεί ένα τόσο νέο κι έξυπνο παλικάρι, να εμμένει σε τέτοιες ιδέες, να αρνείται δόξα και εξουσία κοσμική, να προτιμά την ατίμωση στα μάτια της κοινωνίας, την υγρή και σκοτεινή φυλακή, και να μην αρνείται μια τέτοια «ιδεολογία»! Μα, μπορεί κανείς να μην έχει φιλοδοξίες; αυτή ήταν η μεγάλη του απορία!
Όχι! Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει φιλοδοξίες! Και βέβαια ο Δημήτριος ήταν φιλόδοξος, όχι όμως όπως θα περίμεναν όσοι κατέχονται από το κοσμικό φρόνημα, το αποστασιοποιημένο από τον Θεό.
Διότι η Φιλοδοξία είναι μια κίνηση της ψυχής του ανθρώπου, που του την κληροδότησε ο Πλάστης και Δημιουργός του! Η Φιλο-δοξία είναι εκείνη η επιθυμία, η ανάγκη αν θέλετε της ψυχής και η τάση της να βρίσκεται δίπλα και μέσα στην Δόξα: την Δόξα του Θεού, το φως του προσώπου Του, την αγάπη που εκπέμπει αέναα, την ίδια Του την υπόσταση. Η Φιλοδοξία που έβαλε ο Θεός μέσα στον άνθρωπο στοχεύει στην αληθινή δόξα, την αιώνια και ακατάλυτη, όχι την πρόσκαιρη και κοσμική. Είναι η επιθυμία της ψυχής να βιώνει διαρκώς την αγαπητική κοινωνία του Θεού, να βρίσκεται μέσα στο οικοσύστημά της, να είναι συνδεδεμένη με τον Αίτιό της και να αντλεί την Ζωή μέσα από αυτή την σύνδεση!
Η κοσμική φιλοδοξία, δεν είναι κάποιο άλλο είδος, αλλά αποτελεί την εφθαρμένη, την αλλοιωμένη όψη της Φιλοδοξίας που μας έδωσε ο Θεός, όπως την έχει καταντήσει η αμαρτωλή φύση μας. Έχει υποστεί και αυτή την παραποίηση που δέχτηκαν και όλες οι άλλες αρετές, όπως η αγάπη που έγινε ιδιοτελής, η φιλία που κατάντησε ψεύτικη, η πραότητα που μεταβλήθηκε σε επιθετικότητα, η πίστη που έγινε εθιμοτυπία… είναι λοιπόν αποτέλεσμα της υποβάθμισης του ανθρώπινου προσώπου η φιλοδοξία του πλέον να στρέφεται στην κοσμική δόξα, στην εφήμερη αναγνώριση, στην πάση θυσία υπεροχή, ακόμα και την αθέμιτη.
Ο Άγιος Δημήτριος όμως, ως Χριστιανός και άρα ουρανοπολίτης, δεν έδωσε σημασία στην κοσμική, επίγεια, φθαρτή κι εφήμερη δόξα, δεν δελεάστηκε από τις ανόητες προτάσεις και προσφορές του ηγεμόνα, αλλά προσβλέποντας στην αληθινή κι αιώνια Δόξα, ως γνήσιος Φιλόδοξος ως τα άκρα, απέρριψε κάθε τι το πρόσκαιρο και κάλπικο, κάθε τι που θα τον απομάκρυνε από την φιλόδοξη αναζήτησή του, από την ένωση και την κοινωνία με τον Κύριο Ιησού!!
Και με τον τρόπο αυτό κέρδισε και την κοσμική δόξα! Γιατί, ποιος θυμάται πλέον, ύστερα από τόσους αιώνες, κάποιον από τους σύγχρονούς του, κάποιον από τους συστρατιώτες του ή τους διοικητές του; κάποιον έστω καλλιτέχνη της εποχής εκείνης, γλύπτη, ποιητή, φιλόσοφο; ποιος τιμάται και προσκυνείται και δοξάζεται τόσο πολύ μέχρι και σήμερα, πέρα από τον Άγιο Δημήτριο και τους υπόλοιπους Μάρτυρες; κανένας!
Η πρόταση της πίστεώς μας είναι να γίνουμε Φιλόδοξοι! Να αποκτήσουμε την αληθινή, την κατά Θεόν Φιλοδοξία, αυτή που θα μας οδηγήσει κοντά στον θρόνο του Θεού, ώστε να ατενίζουμε αιώνια την ανέσπερη Δόξα του προσώπου Του! Κι αν ποτέ βρεθούμε σε δίλημμα, ας έχουμε πυξίδα μας τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις…»
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Ψηφίδες" της Ι. Μ. Δημητριάδος, τεύχος Οκτωβρίου 1999).
20 Ὀκτωβρίου 2013
ΚΥΡΙΑΚΗ Σ´ ΛΟΥΚΑ (Εὐαγγέλιο: Λουκ. η΄ 27-39)
Ἡ διάσπαση τῆς ἁμαρτίας
Τὴ μανία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων περιγράφει μὲ μελανὰ χρώματα τὸ περιστατικὸ τοῦ δαιμονισμένου τῶν Γαδαρηνῶν. Αὐτὴ ἡ μανία ἀποτυπώνεται στὴν δύναμη τοῦ κακοῦ, ποὺ μὲ τὶς πολλὲς καὶ ποικίλες μορφὲς του μᾶς ταλαιπωρεῖ, μᾶς βασανίζει καί, κάποτε, μᾶς καταδυναστεύει κυριολεκτικά. Σήμερα θὰ σταθοῦμε σὲ ἕνα χαρακτηριστικό, ἀλλὰ καὶ τραγικὸ σύμπτωμά του, τὸν διχασμὸ ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία.
Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ δαιμονοπληξία, ὅπως ὅλες οἱ ψυχικὲς καὶ σωματικὲς ἀσθένειες, συνδέεται μὲ τὴν πραγματικότητα τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρουσίας τοῦ κακοῦ καὶ τῆς φθορᾶς στὸν κόσμο. Στὸ ἐπεισόδιο τοῦ δαιμονισμένου τῶν Γαδαρηνῶν φαίνεται ἡ κυριαρχία τοῦ διαβόλου, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀνθρώπινη δυστυχία καὶ διάλυση. Πρόκειται γιὰ μία κατάσταση στὴν ὁποία μία ἐχθρικὴ δύναμη πρὸς τὸν ἄνθρωπο δηλητηριάζει τὴν ζωή του, μηχανεύεται τεχνάσματα καὶ μεθόδους ποὺ τὸν καταστρέφουν καὶ τὸν ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδο καὶ ἀπόγνωση. «Τί σοὶ ὄνομα ἐστίν; Ὁ δὲ εἶπε: Λεγεών». Ὁ δαιμονισμένος ἦταν κατοικητήριο πολλῶν δαιμόνων. Ἐδῶ βλέπουμε καθαρὰ τὴν διάσπαση τῆς προσωπικότητας τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ὁποία γίνεται τόσος πολὺς λόγος στὶς μέρες μας.
Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας δίνει τὴν δική της ἀπάντηση καὶ ἑρμηνεύει αὐτὸ τὸ φαινόμενο μέσα ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὴν προοπτική της ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πτώση στὴν ἁμαρτία φέρνει τὴν ἐσωτερικὴ διάσπαση στὸν ἄνθρωπο καὶ προξενεῖ τὴν διαίρεση, τὸν διχασμό. Ὁ Θεὸς ἑνώνει, ἐνῶ ὁ διάβολος διαιρεῖ. Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο ὡς ἑνοποιημένη ψυχοσωματικὴ προσωπικὴ ὕπαρξη, ἐνῶ ὁ διάβολος τὸν τεμαχίζει καὶ τὸν θρυμματίζει σὲ ἀπρόσωπη μᾶζα. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνουν οἱ ἐγωπαθεῖς προτιμήσεις καὶ οἱ ἀλλοπρόσαλλες συμπεριφορὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, νεκρώνει τὶς ἐσωτερικὲς καὶ πνευματικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸν συνάνθρωπό του. Κέντρο τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀναζητήσεών του γίνεται πλέον ὁ ἑαυτός του καὶ ὁ ἐγωκεντρισμός του. Χάνοντας τὴν ἀναφορά του στὸν Θεό, ὑποτάσσεται ἀναπόφευκτα στὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ προσωπικότητά του διασπᾶται ἀπὸ τὰ ἀλληλοσυγκρουόμενα ἐνδιαφέροντα καὶ τὶς εὐμετάβλητες προτιμήσεις του σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἡ ἀνθρώπινη καρδιά, τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξής του, νὰ χάνει τὴν ἰσορροπία καὶ τὴν ἁρμονία της ἀπὸ ἕνα πλῆθος δυνάμεων. Ποικίλα ἐνδιαφέροντα καὶ συμφέροντα, ρόλοι καὶ συμπεριφορὲς ἀσύνδετες μεταξύ τους, διαιροῦν τὸν ἐσωτερικό του κόσμο καὶ τὸν μετατρέπουν σὲ μία κατακερματισμένη καὶ χαώδη κατάσταση. Ἕνας ἄνθρωπος διχασμένος ἐσωτερικὰ καὶ ἀπομονωμένος ἐξωτερικὰ δὲν μπορεῖ νὰ νιώθει καὶ νὰ εἶναι λυτρωμένος.
Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἐνόχλησε τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς τῶν Γαδαρηνῶν. Τυφλωμένοι καὶ ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὸ ὑλικὸ κέρδος δὲν διέκριναν τὸ νόημα τῆς θαυματουργικῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου. Δὲν τοὺς ἔλεγξε ἡ συνείδηση γιὰ τὸ παράνομο ἐμπόριο χοίρων ποὺ ἔκαναν, παρὰ τὴν ἀπαγόρευση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ζημιωμένοι ἀπὸ τὰ συμφέροντά τους, διώχνουν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν περιοχή τους. Σκέπτονται ἐγκεφαλικὰ καὶ συμφεροντολογικά. Ὅ,τι δὲν ἐξυπηρετεῖ τὰ σχέδια καὶ τὶς ἐπιδιώξεις τοὺς τὸ παραμερίζουν καὶ τὸ πολεμοῦν, ὄχι μόνο ὡς ἀνεπιθύμητο, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐπικίνδυνο. Μένουν στὴν ἐπιφάνεια καὶ χάνουν τὴν οὐσία. Ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι σήμερα ἀκολουθοῦν τὴν ἴδια τακτική. Διώχνουν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς ζωῆς τους καὶ τὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς τους. Καὶ ἐδῶ ὁ φαῦλος κύκλος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἐσωτερικῆς διάσπασης βιώνεται μὲ ἰδιαίτερα σκληρὸ τρόπο. Ἡ μαζοποίηση καὶ ἡ ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου στὴν σύγχρονη κοινωνία εἶναι κραυγαλέα. Ὁ διεσπασμένος ἐσωτερικὰ ἄνθρωπος ἔχει, φυσικά, καὶ διχασμένες λειτουργίες. Ἄλλα θέλει, ἄλλα λέει καὶ ἄλλα κάνει. Τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ δὲν συνεργάζονται ἁρμονικὰ μεταξύ τους. Γίνονται ἀντίπαλα καὶ ἀνταγωνιστικά.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ θεραπευμένος τῆς περικοπῆς, ἀπελευθερωμένος ἀπὸ ὅ,τι μέχρι τότε τὸν βασάνιζε, ἐπιθυμεῖ νὰ μείνει κοντὰ στὸν Χριστό. Βίωσε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν χάρη Του, ποὺ ἑνοποίησε τὴν κομματιασμένη ἀπὸ τοὺς δαίμονες ὕπαρξή του. Οἱ κάτοικοι τῶν Γαδαρηνῶν διώχνουν τὸν Χριστό. Διχασμένοι ἐσωτερικά, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ καταλαβαίνουν, βλέπουν καὶ αἰσθάνονται τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἀγάπη Του. Δὲν θέλουν νὰ δοῦν τὴν ζωὴ τοὺς πέρα ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, μέσα σὲ μία ἄλλη προοπτική. Δύο διαφορετικὲς ἐπιλογὲς τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Ἡ μία σῶζει καὶ ἡ ἄλλη καταστρέφει. Ἐμεῖς ποιά, ἄραγε, προτιμοῦμε;
(Ἀρχιμανδρίτου Νικάνορος Καραγιάννη
Ἱεροκήρυκος Ἱ.Μ. Κηφισίας, Ἀμαρουσίου & Ὠρωποῦ)
13 Ὀκτωβρίου 2013
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ´ ΛΟΥΚΑ (Εὐαγγέλιο: Λουκ. η΄ 4-15)
Ὁ Λόγος
τοῦ Θεοῦ
Ἀγωγὸς θείας χάριτος
Στὴν
Παραβολὴ τοῦ
σπορέως, καθὼς ὁ γεωργὸς ἔσπερνε σπόρους στὸ χωράφι του, ἄλλοι
σπόροι ἔπεσαν
κοντὰ στὸ δρόμο
τοῦ
χωραφιοῦ,
καταπατήθηκαν ἀπὸ τοὺς διαβάτες καὶ τοὺς κατέφαγαν τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ. Ἄλλοι ἔπεσαν σὲ πετρῶδες ἔδαφος, καὶ ἀφοῦ φύτρωσαν, ξεράθηκαν, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ὑγρασία.
Ἄλλοι
πάλι σπόροι ἔπεσαν σὲ ἔδαφος γεμάτο ἀπὸ σπόρους ἀγκαθιῶν, καὶ ὅταν βλάστησαν, τοὺς ἔπνιξαν
τὰ ἀγκάθια
τελείως. Καὶ ἄλλοι σπόροι ἔπεσαν στὴν εὔφορη γῆ καὶ ἔκαναν καρπὸ ἑκατὸ φορὲς περισσότερο.
Οἱ μαθητὲς μόλις
ἄκουσαν
τὴν
παραβολὴ αὐτή,
παρακάλεσαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς τὴν ἐξηγήσει. Καὶ ὁ Κύριος εἶπε: Ὁ σπόρος συμβολίζει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Γιατί ὅμως ὁ Κύριος
παρομοιάζει τὸν λόγο του μὲ σπόρο; Διότι, ὅπως ὁ σπόρος
κρύβει μέσα του πολλὲς μυστικὲς δυνάμεις καὶ μέσα στὸ χῶμα φέρνει ζωή, ἔτσι καὶ ὁ λόγος
τοῦ Θεοῦ, ὅταν
πέσει στὶς
καρδιές μας, ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἐπιτελεῖ μέσα μας μία ἐσωτερικὴ
μεταμόρφωση καὶ νὰ μᾶς μεταγγίζει ζωή. Διότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι
φορτισμένος μὲ ζωή, μὲ θεία χάρι. Εἶναι ἀγωγὸς θείας χάριτος. Σὲ κάθε λόγο τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει
χάρις ἁγιότητας,
ἡ ὁποία
πέφτει σιγὰ-σιγά, σταγόνα-σταγόνα, στὴν ψυχή μας. Δημιουργεῖ μέσα
μας μία ἐσωτερικὴ
μεταρσίωση. Ἀθόρυβη καὶ ἀθέατη στὴν ἀρχή. Πολὺ γρήγορα ὅμως ἀρχίζει καὶ γίνεται φανερή. Κάθε λόγος τοῦ Χριστοῦ καθὼς εἰσέρχεται
στὴν ψυχή
μας, χύνει ἄπλετο φῶς στὸ σκοτάδι. Καὶ σιγὰ-σιγὰ καθαρίζει κάθε ρύπο καὶ ἁμαρτία. Δημιουργεῖ μέσα
μας νέα ζωή. Νέα φρονήματα τώρα, νέοι πόθοι, νέα ἐνδιαφέροντα. Ἀπὸ ἄλλα ἑλκύεται
πλέον ἡ καρδιά
μας καὶ ἀλλιῶς
βλέπουμε καὶ κρίνουμε τὰ πάντα γύρω μας. Ἀποκτᾶ ἀνώτερη
ποιότητα ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος, καὶ σιγὰ-σιγὰ
συντελεῖται ὁ ἁγιασμός
μας.
Καρδιὲς ἄκαρπες
Ὁ Κύριος στὴ
συνέχεια ἑρμηνεύει τὰ διάφορα μέρη τοῦ χωραφιοῦ τῆς
παραβολῆς. Τὸ ἔδαφος
κοντὰ στὸ δρόμο,
λέει, συμβολίζει ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀκοῦν ἁπλῶς καὶ μόνο τὸν λόγο, ἀλλὰ ἔπειτα ἀφήνουν τὸν διάβολο νὰ ἔλθει μέσα τους καὶ νὰ ἀφαίρεση
τὸν θεῖο λόγο ἀπὸ τὶς
καρδιές τους. Τὸ πετρῶδες ἔδαφος συμβολίζει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι
δέχονται μὲ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ τὸν θεῖο λόγο· δὲν ἔχουν ὅμως βαθιὲς ρίζες, καὶ γι’ αὐτὸ ὅταν ἔλθει καιρὸς πειρασμοῦ ἢ διωγμοῦ, ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν
πίστη. Καὶ ἡ γῆ μὲ τὰ ἀγκάθια δηλώνει ἐκείνους ποὺ ἄκουσαν
τὸν λόγο
τοῦ Θεοῦ καὶ ἀρχίζουν
μὲ κάποια
προθυμία νὰ βαδίζουν στὸν δρόμο τῆς πίστεως. Πνίγονται ὅμως ἀπὸ τὶς ἀγωνιώδεις
φροντίδες γιὰ νὰ ἀποκτήσουν πλούτη, καὶ ἀπὸ τὶς ἀπολαύσεις
τῆς
σαρκικῆς ζωῆς, καὶ ἔτσι δὲν
δίνουν καρπό. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ καρδιὲς ποὺ μοιάζουν μὲ γῆ ἀγαθὴ καὶ εὔφορη. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ καλοπροαίρετη καρδιὰ ἄκουσαν καὶ
κατανόησαν τὸν θεῖο λόγο καὶ τὸν κρατοῦν σφικτὰ μέσα τους, καὶ καρποφοροῦν τὶς ἀρετὲς
δείχνοντας ὑπομονὴ στοὺς πειρασμοὺς ποὺ συναντοῦν στὴν ἄσκηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Ἀπὸ τὴν ἐξήγηση
αὐτὴ τῆς
παραβολῆς
βλέπει κανεὶς τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἔχουν γόνιμο ἔδαφος στὶς ψυχές τους. Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς
κατηγορίες ἀνθρώπων κυριαρχοῦν ἰδιαιτέρως
σήμερα. Ἐνῶ τόσο
πλούσια ἀκούγεται
στὶς μέρες
μας στὴν
πατρίδα μας ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τόσα κηρύγματα καὶ ὁμιλίες καὶ βιβλία
καὶ ἐκπομπές,
πολλοὶ δὲν ἔχουν
διάθεση νὰ τὸν ἀκούσουν. Οἱ περισσότεροι ἀδιαφοροῦν,
πνίγονται στὰ προβλήματα τῆς καθημερινότητας, ἔχουν ἄλλα ἐνδιαφέροντα,
τί θὰ δείξει
ἡ
τηλεόραση, τί θὰ γράψουν οἱ ἐφημερίδες, τί θὰ ἀγοράσουν, πῶς θὰ
διασκεδάσουν… Καὶ δυστυχῶς μεγαλώνουν πολλὲς γενιὲς στὴ χώρα μᾶς ἀκατήχητες,
ἀλειτούργητες,
ἀδιάφορες.
Ἄλλοι
πάλι Χριστιανοὶ ἐπαναπαύονται σ’ ἕναν θρησκευτικὸ
τουρισμό. Ἀλλὰ δὲν φθάνουν μόνον οἱ ἐκδρομὲς στὰ ἱερὰ
Προσκυνήματα. Ἐὰν ἡ καρδιὰ μᾶς μείνει ἀκαλλιέργητη, θὰ χερσώσει, θὰ
πετρώσει, θὰ γεμίσει ἀγκάθια, δὲν θὰ καρποφορήσει.
Ἡ μελέτη τοῦ θείου
λόγου δὲν εἶναι
πάρεργο, οὔτε εἶναι μόνο γιὰ τοὺς θεολόγους καὶ τοὺς ἱερεῖς. Εἶναι γιὰ ὅλους
μας. Ἡ Ἐκκλησία
μας πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα μᾶς καλεῖ νὰ γευτοῦμε δύο τροφές, τὴν πνευματικὴ τροφὴ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου
καὶ τὸ
Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Καὶ κάποιος ἑρμηνευτὴς ρωτᾶ σχετικά: Ἐὰν θεωρεῖτε ἁμάρτημα τὴν περιφρόνηση τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας
Μεταλήψεως, πῶς θεωρεῖτε μικρότερο ἁμάρτημα τὴν παραμέληση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ;
Πᾶμε στὴν Ἐκκλησία, ἀκοῦμε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ κάποιο κήρυγμα. Νὰ τὸ ἀκοῦμε μὲ χαρὰ καὶ ὄχι νὰ
δυσανασχετοῦμε ἐπειδὴ θὰ ἀργήσει ἡ θεία Λειτουργία. Μᾶς μιλάει ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός, σπείρει στὶς καρδιές μας τὸ λόγο του. «Πρόσχωμεν»! λέει ὁ ἱερέας. Ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες
πνευματικὲς εὐκαιρίες νὰ μετέχουμε ὅπου σπείρεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: σὲ ὁμιλίες,
σὲ
κύκλους μελέτης Ἁγίας Γραφῆς. Καὶ στὸ σπίτι μας νὰ μελετοῦμε καθημερινὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Νὰ ποθοῦμε νὰ ξεδιψοῦμε τὶς ψυχές μας στὰ δροσερὰ νάματα
τοῦ θείου
λόγου. Θὰ βροῦμε
χρόνο, ἐὰν ἔχουμε
διάθεση. Ἔτσι θὰ καλλιεργεῖται ἡ καρδιά μας, θὰ παρηγορεῖται ἡ ψυχή
μας, θὰ ἀλλάζει ἡ ζωή
μας. Ἔτσι θὰ
γεμίζουμε μὲ ζωὴ καὶ χάρι, μὲ τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ.
(Περιοδικὸ «Ὁ Σωτήρ»)