Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

ΚΥΡΙAKΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Μαρκ. θ΄ 17-31)
10 Ἀπρι­λί­ου 2016

Τ Εὐ­αγ­γέ­λιο σή­με­ρα μς πα­ρου­σι­ά­ζει να τα­λαί­πω­ρο πα­τέ­ρα πο ζη­τεῖ βο­ή­θεια π τν Χρι­στό, ἐπει­δὴ τ παι­δί του ταν δαι­μο­νι­σμέ­νο. Στν μφά-νιση το Κυ­ρί­ου δαί­μο­νας ρί­χνει κάτω τν νέο σ μι προ­σπά­θεια ν κά­νει σο πε­ρισ­σό­τε­ρο κακ ἀκό­μη μπο­ρεῖ, ἐπει­δὴ κα­τα­λα­βαί­νει τι ἐξου­σία του τε­λει­ώ­νει.
Χρι­στὸς ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στ αἴ­τη­μα το πα­τέ­ρα, λλ ζη­τεῖ πρῶ­τα τν πί­στη του. λα μπο­ροῦν ν γί­νουν το λέει, ἐφό­σον ὑπάρ­χει ἡ πί­στη. δύ­να­μη το Θεο εἶ­ναι δε­δο­μέ­νη, μως τ ἐὰν θ ἐνερ­γο­ποι­η­θεῖ ἢ χι ἐξαρ­τᾶ­ται ἀπο-κλει­στι­κὰ π τν πί­στη το ἀν­θρώ­που. ρα λοι­πὸν π τν ἄν­θρω­πο ἐξαρ­τᾶ-ται ἐὰν θ λά­βει χι ατ πο ζη­τεῖ. Τ δι­α­πι­στώ­νου­με στ στά­ση το πα­τέ­ρα ὁποῖ­ος τότε φω­νά­ζει δυ­να­τὰ «Πι­στεύω, Κύ­ριε· βο­ή­θει μου τ ἀπι­στίᾳ». Βο­ή­θη­σέ με ν πι­στέ­ψω πως πρέ­πει· κα Χρι­στὸς μ δε­δο­μέ­νη τν ἀνάγ­κη τς πί­στε­ως προ­στά­ζει τν δαί­μο­να: «Τ πνεῦ­μα τ ἄλα­λον κα κω­φόν, γώ σοι ἐπι­τάσ­σω, ἔξελ­θε ἐξ αὐ­τοῦ κα μη­κέ­τι εἰ­σέλ­θῃς ες αὐ­τόν». Τ δαι­μό­νιο ἐξέρ­χε­ται κα τ παι­δὶ ἀπε­λευ­θε­ρώ­νε­ται ἀπ τν τυ­ραν­νία του. ταν ἀρ­γό­τε­ρα ο μα­θη­τὲς ζή­τη­σαν ν μά­θουν τν αἰ­τία πο ο ἴδι­οι δν μπό­ρε­σαν ν ἐκ­διώξουν τν δαί­μο­να, Χρι­στὸς τος επε τι αὐτ τὸ γέ­νος τν δαιμόνων δν φεύγει χω­ρὶς προ­σευ­χὴ κα νη­στεία.
Κατ’ ἀνα­λο­γία μ τν Εὐ­αγ­γε­λι­κὴ δι­ή­γη­ση πρέ­πει ν ἐνερ­γή­σου­με κα ἐμεῖς, ἐφό­σον βέ­βαια ἐπι­θυ­μοῦ­με ν νι­κή­σου­με τ πάθη μας πο σν δαί­μο­νες μς τα­λαι­πω­ροῦν κα μς βα­σα­νί­ζουν. Κα ατ θ γί­νει μόνο μ τν προ­σευ­χὴ στν Θε κα τ νη­στεία. Εἶ­ναι ση­μαν­τι­κὸ ν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με τι προσ-ευχ δν εἶ­ναι τυ­πι­κὴ ὑπο­χρέ­ω­ση. Ἀν­τι­θέ­τως, προ­σευ­χὴ εἶ­ναι ἀνάγ­κη ἔκ­φρα-σης τς ψυ­χῆς. πως τ λου­λού­δι μα­ραί­νε­ται, ταν τ πο­τί­ζου­με ἀραιά, τσι κα ψυχ στε­γνώ­νει κα μα­ραί­νε­ται, ταν δν ζη­τοῦ­με ἀκα­τά­παυ­στα τ ἔλε­ος το Θεο μ τν προ­σευ­χή. Ο Πα­τέ­ρες, λένε, συ­νι­στοῦν «μνη­μο­νευ­τέ­ον Θεο μᾶλ­λον ἀνα­πνευ­στέ­ον». Δη­λα­δὴ πι πολ χρει­ά­ζε­ται ν θυ­μᾶ­ται κα­νεὶς τν Θε κάθε ρα κα στι­γμή, παρ ν ἀνα­πνέ­ει. μνή­μη το Θεο δν εἶ­ναι τί­πο­τα λλο π τν προ­σευ­χή, ὁποία μς ὁδη­γεῖ σ κοι­νω­νία μ τν Θεό.
Κα βέ­βαια προ­σευ­χὴ εἶ­ναι χρέ­ος κα ὑπο­χρέ­ω­ση ὅλων τν πι­στῶν ο ὁποῖ­οι στν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά τους ὀφεί­λουν ν προ­σεύ­χον­ται ἀδι­ά­κο­πα, γι ν χα­ρι­τώ­νον­ται κα ν ἰσορ­ρο­ποῦν. Ἐὰν ἀδι­ά­λει­πτη προ­σευ­χὴ ταν κάτι πο δν θ μπο­ροῦ­σαν λοι ν ἐφαρ­μό­σουν, ὁπό­στο­λος Παῦ­λος δν θ μς ζη­τοῦ­σε τ «ἀδι­α­λεί­πτως προ­σεύ­χε­σθε». Κα γι τν ἀδι­ά­λει­πτη προ­σευ­χὴ δν ἀπαι­τοῦν­ται ἰδι­αί­τε­ρες συν­θῆ­κες, παρ μόνο ζῆ­λος, πί­στη κα προ­σο­χή. τσι μπο­ρεῖ κά­ποι­ος ν ζε μέσα στς μέ­ρι­μνες κα στς φρον­τί­δες τς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, ν δου­λεύ­ει κα ν ἀσχο­λεῖ­ται μ δι­ά­φο­ρα πρά­γμα­τα κα ν δι­α­πι­στώ­νει τι προ­σευ­χὴ προ­σκο­μί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρα ὀφέ­λη κα καρ­ποὺς π τν προ­σπά­θεια.
Ἐκτὸς ὅμως π τν προ­σευ­χή, ἀναγ­καῖο στοι­χεῖο τς πνευ­μα­τι­κῆς ζως κα πλο κατ το δι­α­βό­λου, πως δι­ευ­κρί­νι­σε Κύ­ρι­ος στοὺς ἀπο­ροῦν­τες Ἀπο­στό­λους, εἶ­ναι κα νη­στεία. Ατ μς βο­η­θεῖ στν ἄσκη­ση, στν τα­πεί­νω­ση, λλ κα στ συγ­κέν­τρω­ση το νο κατ τν προ­σευ­χή. Δι­δά­σκον­τας τ πολ με­γά­λα ὀφέ­λη τς νη­στεί­ας, ἀβ­βᾶς Ἰω­άν­νης ὁ Κο­λο­βὸς ἀνα­φέ­ρει ὅτι: «ταν νας βα­σι­λι­ᾶς θε­λή­σει ν κα­τα­λά­βει μία ἐχθρι­κὴ πόλη, ατ πο κά­νει πρῶ­τα εἶ­ναι ν δε­σμεύ­σει τ νερ κα τ φα­γη­τό. Ο κά­τοι­κοι τς πό­λης, δη­λα­δὴ ο ἐχθροί, γι ν μν τ στε­ρη­θοῦν κα πε­θά­νουν π τν πεῖ­να, πα­ρα­δί­δον­ται κα ὑπο­τάσ­σον­ται στν βα­σι­λιᾶ. Τ διο ἰσχύ­ει κα γι τ ποι­κί­λα πάθη το ἀν­θρώ­που. Ἐὰν ἄν­θρω­πος ζή­σει μ νη­στεία κα στέ­ρη­ση κα ἐγ­κρά­τεια, τ πάθη του ἐξα­σθε­νί­ζουν κα εὔ­κο­λα κα­τα­βάλ­λον­ται κα δν ἀπο­τε­λοῦν πλέ­ον κίν­δυ­νο γι’ αὐ­τόν».
Ἀδελ­φοί μου,

ς ἐμ­πι­στευ­θοῦ­με ἐπι­τέ­λους μ τν καρ­διά μας τν προ­σευ­χὴ κα τν νη­στεία ς τ πλα κα τς προ­ϋ­πο­θέ­σεις πού συ­νι­στᾶ σή­με­ρα ἴδι­ος ὁ Χρι­στός, γι τν ἀλ­λα­γὴ τν κα­τα­στά­σε­ων τς ζως μας, φο μέ­χρι τώρα, ἔχον­τας ἀγνο­ή­σει ἢ ὑπο­τι­μή­σει τν με­τα­μορ­φω­τι­κὴ δύ­να­μή τους, συ­νε­χί­ζου­με τρο­μο­κρα­τη­μέ­νοι ν ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με κα­θη­με­ρι­νὰ τν δαι­μο­νι­σμέ­νη πρα­γμα­τι­κό­τη­τα τς ζως κα τς κοι­νω­νί­ας μας.